Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

5.7.17

Kική Δημουλά: «Κερδισμένος είναι αυτός που αγαπάει, όχι αυτός που αγαπιέται» Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Η ποιήτρια της διπλανής πόρτας: Αυτό είναι η Κική Δημουλά. Μια γυναίκα οικεία, καθημερινή, που θα μπορούσε να είναι η μάνα σου, η γιαγιά σου, αλλά είναι ποιήτρια, ακαδημαϊκός και πολυβραβευμένη. «Γράφω κάτι ποιήματα», λέει η ίδια για τον εαυτό της. Και ψάχνει λέξεις, τις κατάλληλες, για να τις βάλει στη σειρά και να εκφράσει το μέσα της που ταυτίζεται με το μέσα μας. Τόσο απλά....
«Δεν ξέρω πως ζουν οι ποιητές. Δεν ξέρω πως ζουν οι άλλοι ποιητές. Δεν έχω συστηματική επαφή με ποιητές, παρά με λίγους φίλους που συμπίπτει να είναι ποιητές.

Η καθημερινότητα είναι καθημερινότητα. Τίποτα δεν την αλλάζει. Ούτε η ποίηση. Εζησα με έναν ποιητή αλλά αυτό είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Η ποίηση δεν είναι συνεχής. Επομένως η καθημερινότητα είναι η νικήτρια σε όλα. Μεγάλωσα τα παιδιά μου, ντάντεψα τα εγγόνια μου. Εκανα ενός κοινού ανθρώπου τη ζωή, γιατί έτσι ένοιωθα άλλωστε. Δεν άλλαξε κάτι ότι έγραφα κάποια ποιήματα.
Οση φήμη κι αν απέκτησα έμεινα η μαμά, η γιαγιά, ο εαυτός μου.
Από τα δικά μου παιδικά χρόνια, κρατάω μόνο την απουσία των γονιών μου. Ο καιρός εκείνος δεν ήταν πολύ ευνοϊκός για τα νιάτα. Ηταν μάλλον στερημένος. Εβγαινα ως τα σκαλάκια του σπιτιού μου γιατί ήταν πάρα πολύ αυστηρό το καθεστώς των γονιών μου. Δεν πήγα πουθενά, εκδρομή, δεν έζησα καθόλου νεανικά χρόνια. Ο,τι έγινε, έγινε στο Γυμνάσιο. Είναι γλυκύτατα όλα αυτά να τα σκέφτομαι τώρα κι ας ήταν τότε ενοχλητικά και δυσάρεστα. Τώρα αν μου δινόταν η ευκαιρία να ξαναζήσω τα ίδια και χειρότερα, θα το ήθελα πολύ».

«Στα 18 μου έβγαλα ένα φυλλάδιο με ποιήματα. Αλήθεια δεν ξέρω πως, αλλά γνώριζα από τότε τον Αθω Δημουλά. Και ήταν μια παρακίνηση. Εκείνος έγραφε ήδη. Νομίζω ότι ήθελα να τον γοητεύσω. Δεν ξέρω αν τον γοήτευσα. Αυτό το πράγμα της ποίησης ήταν ο κουμπάρος που μας ένωσε. Με βοήθησε πάρα πολύ. Δεν έκανα τίποτα χωρίς να συμφωνήσει εκείνος. Αυτό το διαδέχτηκε η κόρη μου. Πήρε τη θέση του Αθω από την ώρα που πέθανε. Η κόρη μου είναι ένας σπουδαίος σύμβουλος. Είναι σημαντινό πράγμα να έχουμε καλούς συμβούλους. Γιατί από σένα ξεφεύγουν τα πράγματα μέσα στη μαγεία και την ορμή να γράψεις. Ενώ η κόρη μου και ο Αθως με είχαν προφυλάξει και μ΄έχουν προφυλάξει από πολλά, από λάθη, από πλατιασμούς...
Το "πεινάμε" είναι μια έννοια τόσο τραγική που δεν επιτρέπεται να την κάνεις ποίημα
Τις λέξεις δεν τις διαλέγω, μάλλον με διαλέγουν. Κι εγώ είμαι αυστηρή. Οι λέξεις είναι το όπλο μου για κάθε ποίημα. Νομίζω ότι προϋπόθεση είναι να εξασφαλίσω τις καλές λέξεις, τις κατάλληλες. Ναι, παιδεύομαι αρκετά. Παίρνει χρόνο. Παιδεύομαι γιατί έχω μια ανασφάλεια.
Πάντοτε οφείλει να αμφιβάλλει κανείς γι΄αυτό που κάνει.
Ούτε το προφέρω, ούτε μέσα μου, ποτέ δεν λέω “είμαι ποιήτρια”, ποτέ, ποτέ. Γράφω κάτι ποιήματα, λέω. Αυτό είναι. Κι είναι πολύ αυτό.
Η θεματολογία μου είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Εχω μεγάλη σχέση με το θέμα μνήμη, επομένως αυτό επανέρχεται. Χρόνος, φθορά, απώλεια. Είναι ό,τι με βασανίζει και μου προκαλεί αγωνίες. Είναι μάλλον η φύση μου και όχι τα ίδια τα πράγματα. Νομίζω ότι εγώ είχα, όχι μια απαισιοδοξία, μια πίκρα. Δεν δικαιολογείται αλλιώς, από την ηλικία των δέκα επτά-δέκα οκτώ χρόνων να έχω μια πίκρα, μια μελαγχολία. Ούτε παθολογικό σύμπτωμα ήταν. Μάλλον πρέπει να ήταν κληρονομικό από τη μάνα μου. Μπορεί να μου ξεφεύγουν πράγματα, μνήμες, γιατί έζησα την Κατοχή, έζησα δύσκολα...»

«Ο χρόνος είναι εχθρός. Πραγματικά είναι τόσο άδικο πράγμα. Να σου κανονίζει τον βίο σου μια έννοια άπιαστη. Κι όμως αυτό είναι. Αν είναι κανείς τρελά αισιόδοξος, και πει «δεν βαριέσαι», και πει «έχει ο θεός», εγώ δεν το λέω. Δεν έχει ο θεός... Χρόνο δεν έχει ο θεός.
Δεν είναι φυσικό να υπάρχουν επικριτές στην ποίησή μου; Φυσικό είναι.
Οταν θυμάμαι το θέμα που είχε προκύψει με μένα και τον ρατσισμό, πολύ ταράζομαι. Ηταν το πιο άδικο πράγμα που έγινε ποτέ σε άνθρωπο. Και πιστεύω ότι με κυνηγάνε οι ατυχίες επειδή είμαι γυναίκα. Δεν είναι εύκολο, όσοι αιώνες κι αν περάσουν οι άνδρες να δεχτούν ότι οι γυναίκες είναι ίσες με αυτούς ή και καλύτερες. Γιατί συμβαίνει να υπάρχουν καλύτερες ποιήτριες από ποιητές, από κάποιους άνδρες ποιητές. Το νοιώθω ως ασυγχώρητο.
Δεν δηλώνω αριστερή, αλλά δεν δηλώνω και δεξιά. Θεωρώ λίγο κακόγουστο να πάρω μια θέση στα πολιτικά φωνάζοντας ή γράφοντας ποιήματα με πολιτικό περιεχόμενο. Δεν μου πάνε. Αν μπορούσα να έχω ενταχθεί σε μια παράταξη και να έχω μια δράση, ναι, τότε ναι. Αλλά όχι όλο λόγια.... Οταν ήταν η ΕΠΟΝ φορούσα και το καπελάκι και είχα ενθουσιασμό αλλά ήμουν παιδί.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω στην άποψη ότι η τέχνη δεν μπορεί παρά να είναι αριστερή. Μπορεί να μην είναι αριστερή αλλά ούτε και δεξιά. Με το να μην είναι αριστερή, δεν σημαίνει ότι είναι δεξιά. Να είναι απολιτική.
Δεν ήταν τόσο ευχάριστα όλα τα πράγματα τα παλιά όταν τα συγκρίνει κανείς με τα τωρινά. Μπορεί να υπήρχε γαλήνη σε ορισμένους τομείς, αλλά νομίζω ότι πάντα είχε αγωνίες ο άνθρωπος. Πάντοτε.
Τώρα δεν μπορώ να συλλάβω κάποια πράγματα. Μου έτυχε να διαβάσω πρόσφατα ποιήματα πολιτικού περιεχομένου για την τωρινή κρίση. Δεν είναι όλα τα θέματα για να γίνουν ποίηση. Νομίζω ότι έχει πολύ κακό αντίκτυπο. Πρέπει να την ρίξεις κάτω την ποίηση, να την αδικήσεις. Το "πεινάμε" είναι μια έννοια τόσο τραγική που δεν επιτρέπεται να την κάνεις ποίημα. Είναι ασέβεια απέναντι στα δεινά. Αλλο τα ερωτικά και τα άλλα βάσανα.... Οταν βλέπω έναν πεινασμένο ξαπλωμένο στον δρόμο, το να τον κάνω ποίημα, είναι ιεροσυλία»

«Δεν ξέρω αν γίναμε όλοι πιο βάρβαροι με την κρίση. Γίναμε; Οι πλούσιοι είναι βάρβαροι απέναντί μας; Ναι, ο πλούτος είναι μια βαρβαρότητα. Γιατί είναι άνισο πράγμα. Δεν είναι το σύνηθες. Το σύνηθες είναι μια μέτρια καλή ήσυχη ζωή. Τροφή, στέγη και ολίγη ψυχαγωγία.
Το μόνο που δεν έχω καταλάβει από τη ζωή είναι γιατί πεθαίνουμε. Μόνο αυτό. Και επιμένω ότι θα υπάρχει κάποια εξήγηση, αλλά εγώ δεν θα τη δεχτώ όποια κι αν είναι. Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Αυτό βέβαια είναι ένα ερώτημα πολύ σωστό που με κολλάει στον τοίχο. Αλλά όπως έγινε αυτό, θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Και θεωρείται αμετακίνητο. Τώρα βέβαια η φύση θα μπορούσε να μας κρατήσει όλους πάνω στη γη; Για πάντα; Εάν δεν πεθαίναμε, θα υπήρχε το για πάντα. Οχι στα αισθήματα. Εκεί για πάντα δεν υπάρχει. Ούτε η αγάπη, εκτός από την αγάπη της μάνας για τα παιδιά, αυτή είναι για πάντα. Η άλλη, όταν μιλάμε για φιλίες, για δεσμούς, όψει δεν υπάρχει για πάντα...
Οσο για τον έρωτα, είναι το πιο ευάλωτο αίσθημα που υπάρχει στον κόσμο. Είναι μεγάλη ιστορία ο έρωτας. Είναι αυτό που δικαιώνει την ύπαρξη της ζωής. Το μόνο αντίδοτο στον θάνατο, Αλλά εξαιτίας του έρωτα, ο θάνατος είναι ανυπόφορος. Σκέφτεσαι ότι θα το στερηθείς και αυτό. Ο έρωτας είναι μια έννοια πολύ πλατιά. Δεν είναι ανάγκη να έχεις ανταποπόκριση από κάποιον. Ο έρωτας μπορεί να είναι προς ένα δειλινό, προς μια ώρα, προς έναν άνθρωπο που δεν σε ξέρει.

Ο έρωτας είναι «του ενός βασανισμού...» Ετσι είναι αλλά είναι και κέρδος αυτουνού που αγαπάει. Αυτός που αγαπιέται μπορεί να μην τον ενδιαφέρει να αγαπιέται. Αλλά αυτός που αγαπάει έχει μεγάλη ανάταση, έστω και χωρίς ανταπόκριση μεγάλη.

«Δεν ξέρω πως θα είναι ένας μεγάλος έρωτας. Δεν μπορώ να το βάλω στο μυαλό μου. Είναι φθαρτό είδος. Πιστεύω ότι κερδισμένος είναι αυτός που αγαπάει, όχι αυτός που αγαπιέται. Αυτός που αγαπιέται δεν καταλαβαίνει τίποτα.

Μόνον ο θάνατος με φοβίζει -μια μεγάλη αρρώστια.
Επειδή έμεινα απ΄έξω και δεν επλήγην ακόμα ούτε από πόλεμο ούτε από φανατικούς, έχω μια ήρεμη ζωή και ο φόβος μου είναι ο θάνατος. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι θα υπάρξει ένα στάδιο χωρίς ζωή. Αγαπάω τη ζωή πάρα πολύ. Οχι δεν είναι αισιόδοξο, είναι λάθος γιατί υποφέρω στην σκέψη του θανάτου αφάνταστα. Βέβαια έχω και τις αντιφάσεις μου. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά κανπίζω, ενώ δεν μου επιτρέπεται .
Δεν θα ήταν άσχημο να ακολουθούμε κανόνες στη ζωή. Λιγάκι θα μας προφύλαγε από απογοητεύσεις, αποτυχίες, αλλά είναι και απόλεμο πράγμα, εκτός πολέμου δηλαδή. Γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος πρέπει να τρώει και ξύλο, να πέφτει, να σηκώνεται, να έχει αυτή τη διακύμανση καταστάσεων. Ποιος τους έβγαλε όμως τους κανόνες; Και ποιος τους στηρίζει; Δεν ξέρω...
Δεν μπορώ να πάρω στο λαιμό μου το θέμα: Δεν έχω σκύψει πάνω στην πολιτική όσο πρέπει, όσο θα έπρεπε για να έχω γνώμη. Νομίζω ότι είναι δύσκολη η δουλειά τους, είναι δουλειά πειρασμών. Διευκολύνει πολύ τους πειρασμούς. Βρίσκεσαι σε μια θέση ανάμεσα σε λεφτά, σε πλούσιους, όλο αυτό κάπου σε βγάζει από τον απλό σου δρόμο....
Οχι, δεν γράφω πάντα. Μετά το τελευταίο βιβλίο, μάλλον τελείωσα. Κουράστηκα πολύ. Δεν νομίζω ότι έχω άλλο. Δεν ξέρω τώρα, αν ζήσω, πολύ θα ήθελα να γράψω. Οχι ότι χόρτασα. Οχι. Δεν έχω χορτάσει. Είμαι αχόρταγη».
Φωτογραφίες Εφη Χαλιορή
Πηγή: bovary

Το έργο του Κωνσταντίνου Γραμματόπουλου μας θυμίζει ωραία πράγματα μιας άλλης εποχής. H επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Ο Κώστας Γραμματόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1916 και καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών κατά τα έτη 1934-1940, έχοντας καθηγητή ζωγραφικής τον Ουμβέρτο Αργυρό και χαρακτικής τον Γιάννη Κεφαλληνό. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1940, ο Κεφαλληνός έθεσε το Εργαστήριο Χαρακτικής και τους μαθητές του στην υπηρεσία του  Έθνους. Ο Γραμματόπουλος μαζί με τη Βάσω Κατράκη και τον Τάσσο (Αλεβίζο) τυπώνουν αφίσες με πατριωτικό περιεχόμενο, «εθνικής σκοπιμότητας», όπως τις αποκαλούσε το υπουργείο Στρατιωτικών που τις είχε παραγγείλει. Οι «Γυναίκες της Πίνδου» και «Εμπρός της Ελλάδος παιδιά» είναι από τις πιο γνωστές αφίσες που δημιούργησε.

Το 1944 πραγματοποιεί την πρώτη του εργασία, μία σειρά προσωπογραφιών μεγάλων Ελλήνων λογοτεχνών για το περιοδικό «Νέα Εστία» – ανάμεσά τους ο Σικελιανός, ο Παλαμάς, ο Βενέζης, ο Τερζάκης. Το 1949 αναλαμβάνει να εικονογραφήσει το Αλφαβητάριο - Τα Καλά Παιδιά του Οργανισμού Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, για το οποίο πήρε το πρώτο βραβείο, μεταξύ 44 χωρών, στη Διεθνή  Έκθεση Διδακτικού Βιβλίου στο Λέκεν του Βελγίου και το 1956 το Αλφαβητάριο, που διδάχτηκε μέχρι το 1978, με εξαίρεση την περίοδο της δικτατορίας. Η Άννα, η Λόλα, η Έλλη και ο Μίμης θα συντροφέψουν χιλιάδες παιδιά και μέχρι σήμερα παραμένουν οικείοι και αγαπητοί, συνεχίζοντας την πορεία τους στον χρόνο. Ο ίδιος θα πει στην τελευταία του συνέντευξη στον Ντίνο Γιώτη: «… Τα αλφαβητάρια μιλάνε στην ψυχή των ανθρώπων. Αν τα ανοίξετε, θα καταλάβετε». Για το Αλφαβητάριο του 1949 ο Γιάννης Τσαρούχης έγραψε: «Αυτό το βιβλίο και μια αφίσα του ΕΑΜ μου έδωσαν χαρά κι ελπίδα. Ευχαριστώ τον Γραμματόπουλο».


Το 1954 φεύγει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου παρακολουθεί μαθήματα στα École Supérieure des Beaux Arts, École Estienne και École Métίers d’ Αrt. Πραγματοποιεί την πρώτη του έκθεση στην γκαλερί Σαρλά το 1958 και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1959. Θα πει γι’ αυτήν του την επιλογή: «Βλακεία μου! Δεν το θεωρώ εξυπνάδα που γύρισα. Έπρεπε να μείνω. Στο Παρίσι μου ανοίγονταν μεγάλες προοπτικές. Φυλάω ακόμα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής. Η Σουζάν ντι Κονέ, η τότε μεγαλύτερη γκαλερίστα του Παρισιού, μου ζητούσε επίμονα να μείνω. “Αν σε εμπνέει τόσο πολύ η Ελλάδα, πήγαινε δυο μήνες και ξαναέλα” μου έλεγε. Δεν την άκουσα. Σηκώθηκα κι έφυγα». Στην Ελλάδα τον καλούν «το ελληνικό τοπίο, το φως, οι θάλασσες, και ακόμα η ελληνική μυθολογία».

Τη δεκαετία του ’50 η ελληνική χαρακτική γνωρίζει μεγάλη άνθηση, ακολουθώντας την ανάπτυξη της τυπογραφίας. Ο Γραμματόπουλος αρχίζει να εγκαταλείπει τις ασπρόμαυρες χαλκογραφίες και ξυλογραφίες, δημιουργώντας έγχρωμες ξυλογραφίες μεγάλων διαστάσεων. Τα χρώματά του είναι γαλάζια, γκρίζα και γεώδη, «χρώματα εγκεφαλικά» κατά τον Παντελή Πρεβελάκη, αυτό όμως που χαρακτηρίζει τα έργα του είναι η χρήση του λευκού. «Η καινοτομία στη δουλειά μου και στη ζωγραφική και στην ξυλογραφία είναι η ανακάλυψη του λευκού χρώματος. Ως τότε το χρησιμοποιούσαν σε ανάμειξη μαζί με άλλα χρώματα. Εγώ το χρησιμοποιώ αυτούσιο για πρώτη φορά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη για να εκφράσω το ελληνικό φως και το ελληνικό τοπίο» λέει.

Αιγαίο ΧΙ, 1971, ξυλογραφία, 91x 62 εκ., Ιδιωτική Συλλογή

Ο «λυρικός-αναλυτικός κυβισμός» του, όπως τον ονομάζει η Μαριλένα Κασιμάτη, εκφράζεται απόλυτα, όταν αντικαθιστά τις πλάκες από λειασμένο ξύλο με σανίδα, ένα φτηνό και μαλακό υλικό που του επιτρέπει να φτιάχνει ξυλογραφίες σε ασυνήθιστα μεγάλες διαστάσεις. «Με τις έγχρωμες χαράξεις κατάργησε τον διαχωρισμό ανάμεσα στη ζωγραφική και τη χαρακτική. Έκαμε έγχρωμες χαράξεις που είναι πραγματικοί ζωγραφικοί πίνακες» σημειώνει ο Νίκος Αλεξίου. Η μυθολογία και το ελληνικό τοπίο κυριαρχούν στο έργο του Γραμματόπουλου, ο οποίος δίνει, σύμφωνα με τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, μια «πρωτότυπη εκδοχή της νεότερης ελληνικής τοπιογραφίας», από την οποία δεν απομένει «παρά μονάχα το απόσταγμα της αίσθησης, της συγκίνησης, μετουσιωμένο σε αφηρημένες γραμμές, ρυθμούς και χρώματα».

Ο Γραμματόπουλος, παράλληλα με τη χαρακτική, ζωγραφίζει ελαιογραφίες, οι οποίες συνομιλούν άμεσα με το χαρακτικό του έργο. «Χαράκτη και ζωγράφο του Αιγαίου με ονειρικά πλάνα που αλληλοκαλύπτονται σαν πέπλα πάνω από τη θάλασσα μαζί με μυθικές μορφές» τον έχουν χαρακτηρίσει και, σύμφωνα με τον ίδιο, «το Αιγαίο ήταν μια πολύ μεγάλη πηγή έμπνευσης…». Γράφει ο Νίκος Αλεξίου: «Ο Γραμματόπουλος ψεύδεται όταν φιλοτεχνεί εκείνους τους απίθανους πίνακες που αποκαλεί “Αιγαίο”. Μέσα σε αυτό τον περιεκτικό τίτλο θέλησε να περικλείσει τον μυθοπλαστικό απόηχο τούτης της θάλασσας που προσδιόρισε τη μοίρα του τόπου μας και των ανθρώπων της. Να συλλάβει την αισθητική της συγκίνηση, από τους αιωνόβιους δρόμους που περπάτησαν περίλαμπρες μορφές τέχνης, πρωτόγνωροι φιλοσοφικοί στοχασμοί και διασταυρώθηκαν λαοί και πολιτισμοί. Εμπνεύστηκε ο Γραμματόπουλος από τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά που ουσιαστικά ήταν πατήματα στη διακίνηση της Ιστορίας, που μετέφερε ρυθμούς και αρμονίες, στοχασμούς και θρησκείες, ανατάσεις και καταπτώσεις».

«Με τόλμη και ευρηματικότητα προκαλεί την κοινή οπτική αίσθηση για να αγγίξει τον ήλιο, τη σοφία, τον ρυθμό, την αρμονία και το κάλλος. Παράλληλα, οι αιθέριες γυναικείες μορφές του, με την προσεκτική και ευαισθητοποιημένη απλοποίηση, αναδίδουν ένα δυνατό ερωτικό και τρυφερό ύφος, μια αισθησιακή γλυκύτητα. Η ζωγραφική και η χαρακτική του, λουσμένες από το μεσογειακό φως, το γαλάζιο του αιθέρα και τον ρόγχο του πελάγους αποκαλύπτουν το προσωπικό του αλφάβητο, μια εικονογραφία, η οποία προκαλεί το όνειρο της ποιητικής ενατένισης του πραγματικού» αναφέρει ο Τάκης Μαυρωτάς.

Διορίστηκε καθηγητής του Εργαστηρίου Χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών το 1959, διαδεχόμενος τον δάσκαλό του και ανανεωτή της χαρακτικής, Γιάννη Κεφαλληνό. Θα παραμείνει καθηγητής ως το 1985. Σε αντίθεση με τη διδασκαλία του Κεφαλληνού, ο Γραμματόπουλος θεωρούσε ότι η ύλη και η τεχνική ενός έργου πρέπει να φαίνονται. «Εκείνο που θέλησα ήταν να ελευθερώσω τους μαθητές μου. Να τους δώσω να καταλάβουν ότι σε κάθε ύλη που θα επιλέγουμε θα πρέπει να εκφράζονται. Και όχι μ’ αυτή την ύλη αλλά να απομιμηθούν μια άλλη ύλη». Αντικατέστησε τον τίτλο «σπουδαστής» της Σχολής με αυτόν του «νέου καλλιτέχνη». Όπως έλεγε ,«καλλιτέχνης είναι κανείς από τη στιγμή που θα πιάσει το μολύβι στο χέρι του και σπουδαστής ως το τέλος της ζωής του». Το καλοκαίρι ο Γραμματόπουλος, με τη βοήθεια χορηγών, συνήθιζε να πηγαίνει με τους σπουδαστές του Εργαστηρίου του στον Μόλυβο, όπου περνούσαν την περίοδο των διακοπών ζωγραφίζοντας. Μαθητές του υπήρξαν σπουδαίοι ζωγράφοι και χαράκτες όπως ο Αχιλλέας Δρούγκας, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης, ο Βασίλης Χάρος και η Άρια Κομιανού. 

Λέει για τον Γραμματόπουλο η Άρια Κομιανού στον Εμμανουήλ Μαυρομμάτη: «Μπήκα (σ.σ. στην ΑΣΚΤ) το ’60. Το ’59 μπήκε εκείνος – γινόταν γι’ αυτόν τότε πολύ μεγάλος ντόρος. Οι μαθητές του, που είχανε μπει πρώτοι, ήτανε κατενθουσιασμένοι, μιλούσανε με τα καλύτερα λόγια, ήτανε το καινούργιο πνεύμα. Ήτανε γλυκύτατος και στη διδασκαλία και στη συμπεριφορά απέναντί μας, διάβαζε, μας μετέφερε βιβλία γαλλικά, είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον… Τελικά, δεν φεύγαμε ούτε ώρα από το εργαστήριο. Λατρεύαμε τη χαρακτική, απόδειξη ότι όλη αυτή η φουρνιά, η δική μου φουρνιά, όλοι έχουν δουλέψει, δεν εγκατέλειψε κανένας. Επειδή ο ίδιος ήτανε πολύ κοντά μας, όλοι διδαχθήκαμε, όλοι μάθαμε».


Ο Κώστας Γραμματόπουλος
Ανάμεσα στα έργα του Γραμματόπουλου θα συναντήσουμε και την εικονογράφηση εκατό και πλέον βιβλίων, όπως αυτά της Πηνελόπης Δέλτα, του Παντελή Πρεβελάκη και του Νικηφόρου Βρεττάκου. Φιλοτέχνησε και αρκετά από τα δημοφιλή, ακόμα και σήμερα, «Κλασσικά Εικονογραφημένα, όπως τα «Περσέας και Ανδρομέδα» και «Θησέας και Μινώταυρος». Το 1972 του απονέμεται το Χρυσό Μετάλλιο Χαρακτικής για το «Αιγαίο» στην Μπιενάλε της Φλωρεντίας,. Το 1974 φιλοτεχνεί το Εθνόσημο της Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στις σφραγίδες των δημόσιων υπηρεσιών.  Ένας από τους τελευταίους κορυφαίους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του ’30, ο Κώστας Γραμματόπουλος έφυγε από τη ζωή τον Οκτώβριο του 2003, σε ηλικία 87 ετών, ύστερα από πολύχρονη ασθένεια. Άφησε πίσω του σπουδαίο καλλιτεχνικό έργο και γενιές χαρακτών στις οποίες, όπως λέει η Άρια Κομιανού: «Εκείνος έδινε την πραγματική έννοια του δημιουργού…». Πηγή: dinfo.gr