Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

17.3.17

Από την κόρη στη μαμά με λυτρωτική αγάπη. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

Μια  ανάρτηση αφιερωμένη στις  μαμάδες  και γιαγιάδες  των  παιδιών μας.
Στις γυναίκες  που μπορεί να λατρεύουμε και να μην αντέχουμε την ίδια στιγμή.
Στις γυναίκες  που, αν και κουβαλάμε ευλαβικά μέσα μας,  λαχταράμε να ξεπεράσουμε. Στις γυναίκες  που θέλουμε να στέκουν δίπλα  μας σταθερές σαν βράχοι, την ίδια στιγμή που διεκδικούμε  την ανεξαρτησία και αυτονόμησή μας από τα όριά τους.
Στις γυναίκες,  που σημαδεύουν τη ζωή μας κι απεγνωσμένα ποθούν να τις αποδεχτούμε και να τις αγαπήσουμε γι΄αυτό που αληθινά κι αυθεντικά υπήρξαν, πέρα από ρόλους, ανοίγοντάς μας διάπλατα το  δρόμο για τη δική μας  προσωπική δικαίωση και  απελευθέρωση:
«Mητέρα πολλών» από την εξαιρετική Katie m. Berggren.

Προσπαθούσα τόσο πολύ να σε προστατεύω συναισθηματικά που δεν τιμούσα τα δικά μου συναισθήματα. Προσπαθούσα τόσο πολύ να σε κάνω ευτυχισμένη, που δεν μπορούσα να βρω τη δική μου ευτυχία. Προσπαθούσα τόσο πολύ να συντηρώ την αποδοχή σου, που δεν αποδεχόμουν τον ίδιο μου τον εαυτό. Προσπαθούσα τόσο πολύ να δείχνω όμορφη σύμφωνα με τα δικά σου κριτήρια, που έχασα την αίσθηση της εσωτερικής μου ομορφιάς. Προσπαθούσα τόσο πολύ να σ΄ ευχαριστήσω που ξέχασα να φροντίζω τον εαυτό μου. Προσπαθούσα τόσο πολύ να σ΄αγαπάω που δεν έμαθα ν΄αγαπώ  τον εαυτό μου.
Τώρα τιμώ τα συναισθήματά μου, τώρα μπορώ να αντιληφθώ και τα δικά σου συναισθήματα. Εχω πια ανακαλύψει το δικό μου δρόμο για την ευτυχία και μπορώ να μοιραστώ και τον δικό σου. Αποδέχομαι τον εαυτό μου όπως είναι αληθινά. Αποδέχομαι και σένα, όπως είσαι, χωρίς όρους. Βλέπω μέσα μου την πραγματική μου ομορφιά και μπορώ πια να εκτιμώ και τη δική σου. Δίνω χρόνο στον εαυτό μου καθημερινά για φροντίδα και αγάπη κι έτσι μπορώ ν΄αγαπώ και να φροντίζω για σένα. Αγαπάω τον εαυτό μου και μπορώ πια να ανταποδώσω ειλικρινά την αγάπη που απλόχερα μου πρόσφερες όλα  αυτά τα χρόνια.
Πηγή:  «Τότε και τώρα»,  ποίημα-συλλογισμός μιας ανώνυμης μητέρας, από το εξαιρετικό  βιβλίο Mother-Daughter Wisdom (Bantam, 2006)  της αγαπημένης μου Christian Northrup.
Πηγή: Newagemama

ΟΙ φοβεροί και τρομεροί μπαμπάδες. Αφιερωμένο στον RYO OGAWA και στον πατέρα μου τον Μαστορίκα.

Υποσχέθηκα στον ψηφιακό φίλο Τελευταίο να αναρτήσω κάτι ιδιαίτερο για τους μπαμπάδες της νέας εποχής, τους «αφανείς ήρωες» αυτού του ιστολογίου, που εξ ορισμού είναι επικεντρωμένο στις μαμάδες και τον κόσμο τους. Συγκέντρωσα λοιπόν τα πιο πετυχημένα αποφθέγματα που βρήκα για τους πατεράδες και σας τα παρουσιάζω, διανθισμένα με το κατάλληλο φωτογραφικό υλικό. ΄Αλλα σοφά, άλλα εμπνευσμένα, άλλα με σαρκασμό και ειρωνεία, μέσα σε λίγες λέξεις κωδικοποιούν πλευρές της πατρότητας που μας κάνουν να χαμογελάμε, να θυμώνουμε, να συγκινούμαστε, να κατανοούμε και φυσικά να αγαπάμε!

1. Ο πατέρας μου συνήθιζε να παίζει με τον αδελφό μου και μένα στον κήπο. Η μάνα μας έβγαινε έξω και φώναζε: «θα χαλάσετε το γκαζόν!». Κι εκείνος της απαντούσε: «Δεν μεγαλώνουμε γκαζόν, αγόρια μεγαλώνουμε!» – Harmon Killebrew

2. Υπάρχουν τρία στάδια στη ζωή ενός άνδρα: Πρώτο στάδιο: να πιστεύει στον Αη-Βασίλη. Δεύτερο στάδιο: να μην πιστεύει στον Αη-Βασίλη. Τρίτο στάδιο: να είναι ο ίδιος Αη-Βασίλης. – Ανώνυμος

3. Το πιο σημαντικό έργο που ένας πατέρας μπορεί να κάνει για τα παιδιά του είναι ν΄ αγαπάει τη μάνα τους – Theodore M. Hesburgh

4. Oταν έλθει η εποχή που ένας άντρας αντιλαμβάνεται πως μάλλον ο πατέρας του είχε δίκιο για χιλιάδες πράγματα, συνήθως έχει ο ίδιος ένα γιο που τον θεωρεί λάθος! – Charles Wadsworth

5. Υποτίθεται πως κάθε άντρας μπορεί να γίνει πατέρας. Χρειάζεται όμως κάτι παραπάνω για να γίνει «μπαμπάς» – Ανώνυμος

6. Οταν ήμουν έφηβος 14 ετών, ο πατέρας μου ήταν τόσο αλαζόνας που δεν τον άντεχα λεπτό. Περιέργως, όταν έφτασα τα 21 ένιωσα μεγάλη έκπληξη από το πόσο πολλά κατάφερε να μάθει μέσα σε επτά μόλις χρόνια! – Μαρκ Τουαίν

7. Πραγματικά πλούσιος είναι ο άντρας που έχει παιδιά που τρέχουν να χωθούν στην αγκαλιά του,  ακόμα κι όταν τα χέρια του είναι άδεια- Ανώνυμος

8. Δεν έχει τόση σημασία ποιος ήταν αληθινά ο πατέρας μου,  αλλά ποιος θυμάμαι εγώ πώς ήταν – Anne Sexton

9.  Eίναι όντως αξιέπαινο να πάει ένας πατέρας τον γιο του για ψάρεμα. Υπάρχει όμως ένα ιδιαίτερο μέρος στον παράδεισο για τον πατέρα που θα πάει την κόρη του για ψώνια – John Sinor

10. Οι καλοί μπαμπάδες δίνουν στα παιδιά τους ρίζες και φτερά. Ρίζες για να νιώθουν πού είναι το σπίτι τους και φτερά για να πετάξουν μακριά ελεύθερα – Jonas Salk


11. Mπαμπάδες, αγαπήστε κι  αποδεχτείτε τα μέλη της οικογένειάς σας γι΄ αυτό που πραγματικά είναι, ακόμα κι αν η προσωπικότητά τους είναι πολύ διαφορετική από τη δική σας. Τα κουνέλια δεν πετούν, οι αετοί δεν κολυμπούν, οι γάτες δεν έχουν φτερά. Σταματήστε τώρα τις συγκρίσεις. Υπάρχει άφθονος χώρος για όλους στο δάσος! – Chuck Swindoll

12. Τα στάδια στη ζωή ενός ανθρώπου: 4 ετών: Ο μπαμπάς μου μπορεί να κάνει τα πάντα! 7 ετών: Ο μπαμπάς ξέρει τόοοσα πολλά! 8 ετών: Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει τελικά και τόσα πολλά. 12 ετών: Ο μπαμπάς μου δεν ξέρει τι του γίνεται. 14 ετών: Ο πατέρας μου? Ασε καλύτερα! 21 ετών: Ωχ πάλι αυτός μπροστά μου! 25 ετών: Κάτι ξέρει για το θέμα  ο πατέρας μου αλλά όχι και πολλά πράγματα. 30 ετών: Θα πρέπει να μάθω τι ξέρει ο πατέρας μου για το θέμα. 35 ετών: Πριν αποφασίσουμε ας ζητήσουμε και τη γνώμη του μπαμπά. 50  ετών: Τι άραγε να πίστευε ο πατέρας γι΄ αυτό? 60 ετών: Τελικά ο πατέρας μου είχε τεράστια εμπειρία! 65+ετών: Α, ρε πατέρα! Μακάρι να ζούσες και να μιλούσαμε σήμερα οι δυο μας! – Ανώνυμος
Πηγή: το κορυφαίο Newagemama.
Aνιχνευτής ο Πεπέ.

Ένας ευτυχισμένος μπαμπάς γράφει ποίημα για την κόρη του. Αφιερωμένο στην Λαζαρίνα Μελισσάνθη 18 Απριλίου.

«Μια θυγατέρα κάνει τη μέρα σου να λάμπει και την καρδιά σου να γλυκαίνεται» – Ανώνυμος πατέρας
Μετά την επιτυχία του ποιήματος που έγραψε για τη μητέρα του, ο ποιητής που κρύβεται μέσα στον αγαπημένο μου πήρε θάρρος κι άρχισε να εμφανίζει κι άλλες, «κρυμμένες» μέχρι σήμερα, δημιουργίες. Αυτή εδώ γράφτηκε λίγους μήνες μετά τη γέννηση της μεγάλης  μας γοργονίτσας και αντανακλά όλα εκείνα τα έντονα συναισθήματα που φέρνει η γέννηση του πρώτου παιδιού (και μάλιστα κοριτσιού)  στη ζωή ενός μπαμπά της νέας εποχής:

Πριν από των ματιών σου το φως
τι είχα;
Σκοτάδι που ανέβαινε κι έκλεινε τα μάτια μου.
Πριν απ΄τον χτύπο της καρδιάς σου
τι είχα;
Τη μοναξιά μου στο χτύπο της δικής μου καρδιάς.
Πριν απ΄ το απαλό σου προσωπάκι
τι είχα;
Τη σκέψη πως θα΄ρθεις.
Θα΄ρθεις να γίνεις φως και χάδι
θα ΄ρθεις να γίνεις χαρά και λύπη
θα ‘ρθεις να γίνεις σκοπός ζωής

Κι ήρθες. Kόρη μου.
Σε πρωτοπήρα αγκαλιά άγαρμπα
ήμουνα πάλι παιδί.
Σε χάϊδεψα,
μου χαμογέλασες.
Σε τάϊσα,
μου αποκοιμήθηκες.
Σε ξενύχτησα,
μου ξαγρύπνησες.
Και μεγάλωνες.
Σου χτένιζα τα ξανθά μαλλιά
και κοκκαλάκια σου ΄βαζα
και σ΄έντυνα
με τα μικρά σου κοριτσίστικα ρούχα
και σε φιλούσα.
Κι εγώ μεγάλωνα.
Τα μαλλιά μου αραίωναν
και ξεχνούσα το χρόνο.
Κι έβρισκα τη  δύναμη να τρέξω
του κόσμου τα καλά να φέρω.
για  να τ΄ακουμπήσω
στα πόδια σου.
Kόρη μου…
Το πιο πάνω ποίημα ανήκει στον Κωνσταντίνο.
Πηγή: Newagemama
Aνιχνευτής ο Πεπέ.

Μπαμπάς και κόρη στα γυρίσματα της ζωής. Και ένα καταπληκτικό ποίημα απο την Μελισσάνθη.

Mια δικτυακή φίλη έχασε πρόσφατα τον μπαμπά της κι ανέβασε στο Facebook το ποίημα «Στη μνήμη του πατέρα μου», κι έτσι ξαναθυμήθηκα τη χαμηλόφωνη διακριτική φωνή της ποιήτριας Μελλισάνθης. Με αγκάλιασε  μια γλυκιά νοσταλγία διαβάζοντάς το, για τον όμορφο τρόπο που περιγράφει την τρυφερότητα, την εμπιστοσύνη και την αφοσίωση που τρέφει το μικρό κορίτσι προς το πρόσωπο του μπαμπά…
Μου ξέφυγε όμως κι ένας αναστεναγμός για τα γυρίσματα της ζωής, που εναλλάσσουν τους ρόλους και τις ιδιότητες, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να περάσουμε στην απέναντι όχθη, και να σταθούμε απέναντι στον πατέρα και στη μάνα προστατευτικά και υποστηρικτικά, σαν να είναι πια εκείνοι τα παιδιά μας κι εμείς οι γονείς τους…

Oταν κοιτάζω τα παιδάκια κάθε μέρα στους δρόμους, το πρωί, με του σχολείου την τσάντα φτωχοντυμένη μια μικρούλα βλέπω πάντα, με την παλιά της σάκκα, δίπλα στον πατέρα.
Απ’ το χεράκι με στοργή τηνε κρατάει – τόσο κ’ οι δυο είναι ευτυχισμένοι, καθώς πάνε… Με πόση αθώα σοβαρότητα μιλάνε! Το κοριτσάκι ολοένα τον ρωτάει,
και κείνος, σοβαρά, της λέει, της διηγάται… (Πόσο σοφός είν’ ο πατέρας! Πόσα ξέρει! Πόσην ασφάλεια νιώθει στο μεγάλο χέρι! Τίποτε, αν το κρατεί, στον κόσμο δε φοβάται!..)
Ξάφνου, του λέει εκείνο: « – Σαν θα μεγαλώσω…» « – Τότε εγώ πια ένας φτωχός γεράκος θα’μαι… Δε  θα μπορώ  στα χέρια μου να σε σηκώσω, και  θα μου λες: ακούμπα πάνω μου να πάμε…
Σαν θα ‘ρχονται για να  σε παίρνουν έξω οι  ξένοι, μόνος στη  σκοτεινή γωνίτσα μου θα μένω…» « – Εγώ στην άμαξά μου πάντα θα σε παίρνω!» λέει, έτοιμη η  μικρή να  κλάψει, κ’ επιμένει…
Νιώθει μια τέτοια ανυπομονησία, σκάει, θέλει μεγάλη, τώρα, γρήγορα να γίνει, αν εἰναι δυνατόν την ώρα αμέσως κείνη, για να  του δείξει πόσο θα τον αγαπάει!..
Κι όπως θερμά τον σφίγγει το λιγνό χεράκι ο κουρασμένος νιώθει τόση εμπιστοσύνη!.. (Εγινε εκείνος τώρα το μικρό παιδάκι, και ο  προστατευτικός πατέρας είναι εκείνη…)
Διαβάστε εδώ κι εδώ  μερικά από τα όμορφα ποιήματα της Μελισσάνθης κι εδώ μια εξομολόγησή της για το τι την οδήγησε στην ποίηση.
Πηγή: Newagemama για μία ακόμα φορά. 
Ανιχνευτής ο Πεπέ.

Δέκα αλήθειες που πονάνε για τις ανθρώπινες σχέσεις. Η επιλογή έγινε από τον Επικούρειο Πέπο.

«Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε, σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια: σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο…» – Πάμπλο Νερούδα

Τον τελευταίο καιρό μ΄απασχολεί πολύ το θέμα των σχέσεων. Βλέπω ολοένα και πιο συχνά γύρω μου τους ανθρώπους να κλείνονται ερμητικά στο μικρόκοσμό τους, τη ίδια στιγμή που λαχταρούν να εισπράξουν ενδιαφέρον και νοιάξιμο. Σαν να θέλουν να κερδίσουν την πιο όμορφη φιλική, ερωτική ή συναδελφική σχέση χωρίς όμως να χάσουν τίποτα από τη βολή τους, χωρίς να παραχωρήσουν χιλιοστό από το ζωτικό τους χώρο, χωρίς να επιτρέπουν ούτε μια ρωγμή στο προσωπείο που διάλεξαν να τους αντιπροσωπεύει στον έξω κόσμο.
Κάποτε αυτό θα με πλήγωνε, τώρα πια αρχίζω να αποδέχομαι πως οι αληθινές σχέσεις – αυτές που για χάρη τους βάζεις το χέρι σου στη φωτιά – είναι λιγοστές. Κατέγραψα εδώ ό,τι έχω προσωπικά αντιληφθεί για το θέμα των σχέσεων, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσω τις προτεραιότητές μου και να βεβαιωθώ πως αφήνω χώρο στις σχέσεις που αξίζουν να εξελιχθούν και ν΄ανθίσουν:
1. Κάποιες σχέσεις είναι ευλογία ενώ κάποιες είναι μαθήματα ζωής. Οι άνθρωποι που περνούν από τη ζωή σου άλλοτε σε στηρίζουν, άλλοτε σε δοκιμάζουν, άλλοτε σε χρησιμοποιούν και άλλοτε σε ωθούν να βγάλεις τον καλύτερο (ή χειρότερο εαυτό σου). Ολ΄αυτά είναι πολύτιμες εμπειρίες που σε ωριμάζουν και σ’ αναγκάζουν να πάρεις θέση για το τι λογής σχέσεις θέλεις τελικά να έχεις στη ζωή σου.
2. Οταν η ζωή σού φέρνει αλλαγές – ακόμα και προς το καλύτερο – κάποιοι άνθρωποι απομακρύνονται από κοντά σου. Ισως γιατί η προηγούμενη φάση σου τούς πήγαινε περισσότερο, ίσως γιατί ο νέος τρόπος ζωής σου δεν τους ταιριάζει πια, ίσως γιατί πατιούνται κουμπιά που πονάνε…, πάντως είναι κάτι που συμβαίνει και χρειάζεται να το αποδεχτείς, όσο δυσάρεστο κι αν είναι.
3. Οταν είσαι σε δύσκολη θέση και νιώθεις την ανάγκη για υποστήριξη, ποιος παραμένει δίπλα σου; Ποιος αφιερώνει χρόνο και ενέργεια για σένα; Οι άνθρωποι αυτοί είναι οι αληθινοί σου φίλοι. Μαζί στη χαρά και στη λύπη, στα εύκολα και στα δύσκολα.
4. Οι άνθρωποι σου φέρονται με τον τρόπο που τους επιτρέπεις. Εσύ βάζεις τον πήχυ ψηλά ή χαμηλά, εσύ θέτεις τα όρια. Σίγουρα δεν μπορείς να ελέγξεις τη συμπεριφορά τους, είσαι σε θέση όμως να ελέγχεις το τι θα δεχτείς και τι όχι.
5. Ενα λάθος μπορεί να είναι τυχαίο. Τα απανωτά ψέματα και οι δόλιες συμπεριφορές δεν είναι τυχαία. Αν είσαι αποδέκτης τέτοιων συμπεριφορών συστηματικά, και με ένα «συγγνώμη» υποχωρείς και παραμένεις στη σχέση, τότε κρύβεσαι πίσω από το δάχτυλό σου και ξεγελάς τον ίδιο σου τον εαυτό.
6. Βεβαιώσου πως αναγνωρίζεις τις σχέσεις που αξίζουν πραγματικά. Μήπως έχεις γίνει ο εγωπαθής που παραπονιέται γιατί ο κόσμος δεν ασχολείται αδιάλειπτα με την ευτυχία του; Αυτό που ζητάς από τους αγαπημένους σου το προσφέρεις εσύ ο ίδιος; Καμιά φορά ο φίλος που πονάει ίσως σου πει «μην ανησυχείς, είμαι καλά», αλλά αυτό που χρειάζεται στ’ αλήθεια είναι να τον κοιτάξεις στα μάτια και να του πεις «όχι, ξέρω πως δεν είσαι καλά. Μίλησέ μου, είμαι δίπλα σου».
7. Οι «βαριές» κουβέντες πληγώνουν περισσότερο από τον φυσικό πόνο. Εχε το νου σου μήπως, θεωρώντας δεδομένους τους δικούς σου ανθρώπους, ξεφορτώνεις άθελά σου πάνω τους τα καταπιεσμένα συναισθήματα από σχέσεις που σε πόνεσαν και τις κουβαλάς ακόμα. Οι άλλοι, όσο κι αν μας αγαπούν, δεν είναι τα συναισθηματικά μας υποζύγια.
8. Οι πράξεις μετράνε, όχι τα λόγια. Συνήθως όσοι αγαπούν δεν το διατυμπανίζουν, αρκούνται στο να το δείχνουν με μικρές ή μεγάλες κινήσεις μέσα στην καθημερινότητα. Μην παρασύρεσαι από τα μεγάλα λόγια, άφησε τις συμπεριφορές να μιλήσουν για την αλήθεια.
9. Κανείς δεν μπορεί να σου προσφέρει την ευτυχία, ούτε να ανακαλύψει το σκοπό της ζωής για λογαριασμό σου. Μην κάνεις το λάθος να περιμένεις τους άλλους να σου ανοίξουν το δρόμο στην προσωπική σου ολοκλήρωση. Ο μόνος που μπορεί είσαι εσύ ο ίδιος.
10. Η γνήσια αγάπη σε μια σχέση ανθίζει όταν εξαλείφονται οι παντός είδους «χειρισμοί». Οταν αποδέχεσαι τον άνθρωπο που είναι δίπλα σου γι΄αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που θα μπορούσε να είναι. Οταν έχεις τη δυνατότητα να αποκαλύψεις πόσο ευάλωτος κι ανασφαλής νιώθεις. Κι όλο αυτό κερδίζεται όταν βάζουν πλάτη και οι δύο, με αφοσίωση και ακεραιότητα. Διαφορετικά απλώς δεν γίνεται να συμβεί.
Κλείνω αυτή την ανάρτηση με τη σημείωση πως δεν έχω την πρόθεση να δώσω συμβουλές σε κανένα. Γράφω μόνο τις σκέψεις μου, που ίσως να είναι και αφελείς και εκτός πραγματικότητας. Πολύ θα το ήθελα οι σχέσεις μας να έχουν όλες χάπι-εντ, μάλλον όμως αυτό δεν συμβαίνει. Ο χορός της ζωής έχει τους δικούς του ρυθμούς κι εμείς μαθαίνουμε αδιάκοπα τα βήματα που ολοένα αλλάζουν καθώς κυλάει ο καιρός… Πολύ θα ήθελα να διαβάσω τα σχόλιά σας. Αναρωτιέμαι αν όλα τα παραπάνω είναι δική μου αίσθηση ή υπάρχουν κι άλλοι που έχουν την ίδια γνώμη με μένα.
Πηγή: NEWAGEMAMA
Aνιχνευτής ο Πεπέ.

ΛΕΥΚΑΔΙΟΣ ΧΕΡΝ μια ζωή σαν μυθιστότημα.

Ο Λευκάδιος Χερν (Λευκάδα 27 Ιουνίου 1850 - Τόκιο 26 Σεπτεμβρίου 1904) ή Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν (Αγγλικά: Patrick Lafcadio Hearn), γνωστός επίσης με το ιαπωνικό όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι (ιαπωνικά: 小泉八雲‎) [σημ. 1], ήταν διεθνής συγγραφέας[4] ιρλανδοελληνικής καταγωγής που έλαβε την ιαπωνική υπηκοότητα το 1896, περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία[5], ιδιαίτερα για τις συλλογές του για τους ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων[6], όπως το Καϊντάν: Ιστορίες και μελέτες παράξενων πραγμάτων[7][8]. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ο Χερν είναι επίσης γνωστός για τα κείμενά του για την πόλη της Νέας Ορλεάνης, βασισμένα στη δεκαετή διαμονή του στην πόλη[9]. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας[10].Bίος
Η σχετικά σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν μπορεί να χωριστεί σε τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες: την «ευρωπαϊκή» (1850-1869), την «αμερικανική» (1869-1890) και την «ιαπωνική» (1890-1904)[11].
Ευρώπη (1850-1869) Γέννηση στην ΕλλάδαΟ Χερν γεννήθηκε στη Λευκάδα, από όπου πήρε και το όνομά του, στις 27 Ιουνίου του 1850[12]. Ήταν γιος του χειρουργού ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν (από την Κομητεία Όφαλι της Ιρλανδίας) και της Ρόζας Αντωνίου Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς καταγωγής από τα Κύθηρα[13] από τον πατέρα της Αντώνιο Κασιμάτη. Ο πατέρας του υπηρετούσε στη Λευκάδα, κατά τη διάρκεια της βρετανικής κατοχής των Επτανήσων, όπου ήταν ο πιο υψηλόβαθμος χειρουργός στο σύνταγμά του. Ο Λευκάδιος βαφτίστηκε Πατρίκιος Λευκάδιος Χερν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Λευκάδα[14], αλλά φαίνεται ότι στα Αγγλικά ονομαζόταν Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn[15]. Οι γονείς του Χερν παντρεύτηκαν με ελληνικό ορθόδοξο γάμο στις 25 Νοεμβρίου 1849, μερικούς μήνες αφού η μητέρα του είχε γεννήσει το πρώτο παιδί του ζευγαριού και μεγαλύτερο αδελφό του Χερν, Τζορτζ Ρόμπερτ Χερν, στις 23 Ιουλίου 1849. Ο Τζορτζ Χερν πέθανε στις 17 Αυγούστου 1850, δύο μήνες μετά τη γέννηση του Λευκάδιου. Το σπίτι όπου έζησε ο μικρός Λευκάδιος στη Λευκάδα υπάρχει ακόμα[16].
Μετανάστευση στην Ιρλανδία· εγκατάλειψηΜία πολύπλοκη σειρά διενέξεων και γεγονότων κατέληξαν να μετακομίσει ο Λευκάδιος Χερν, σε ηλικία δύο ετών, από την Ελλάδα στην Ιρλανδία, όπου εγκαταλείφθηκε πρώτα από τη μητέρα του (που τον άφησε στη φροντίδα της θείας του συζύγου της), στη συνέχεια από τον πατέρα του και τελικά από τη θεία του πατέρα του, η οποία είχε οριστεί κηδεμόνας του.
Το 1850 ο πατέρας του Χερν προήχθη σε Υπηρεσιακό Χειρουργό Δεύτερης Τάξης και μετατέθηκε από τη Λευκάδα στις Βρετανικές Δυτικές Ινδίες (στην Καραϊβική). Καθώς η οικογένειά του δεν ενέκρινε τον γάμο και ανησυχούσε ότι η σχέση του θα μπορούσε να βλάψει τις προοπτικές για τη σταδιοδρομία του, ο Τσαρλς Χερν δεν ενημέρωσε τους ανωτέρους του για το γιο του ή την έγκυο σύζυγό του και άφησε πίσω του την οικογένειά του. Το 1852 ο Τσαρλς Χερν κανόνισε να στείλει το γιο και τη σύζυγό του να ζήσουν μαζί με την οικογένειά του στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής. Η μητέρα του Τσαρλς Χερν, Ελίζαμπεθ Χολμς Χερν, δυσκολευόταν να αποδεχθεί τον καθολικισμό της Ρόζας Χερν και την έλλειψη παιδείας της (ήταν αναλφάβητη και δε μιλούσε καθόλου Αγγλικά). Και η Ρόζα δυσκολευόταν να υιοθετήσει μια ξένη κουλτούρα και τον προτεσταντισμό της οικογένειας του συζύγου της και τελικά περιήλθε υπό την προστασία της αδερφής της Ελίζαμπεθ, Σάρας Χολμς Μπρέναν, χήρας που είχε προσηλυτισθεί στον καθολικισμό.
Παρά τις προσπάθειες της Σάρας Μπρέναν, η Ρόζα υπέφερε από νοσταλγία για την πατρίδα της. Όταν ο σύζυγός της επέστρεψε στην Ιρλανδία με αναρρωτική άδεια το 1853, κατέστη σαφές ότι το ζευγάρι είχε αποξενωθεί. Ο Τσαρλς Χερν μετατέθηκε στην Κριμαία, αφήνοντας πάλι έγκυο γυναίκα και παιδί στην Ιρλανδία. Όταν επέστρεψε το 1856, σοβαρά τραυματισμένος, η Ρόζα είχε επιστρέψει στην πατρίδα της στα Κύθηρα, στην Ελλάδα, όπου γέννησε τον τρίτο γιο τους, Ντάνιελ Τζέιμς Χερν[17][σημ. 2]. Ο Λευκάδιος είχε αφεθεί στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν.
Ο Τσαρλς Χερν υπέβαλε αίτηση να ακυρωθεί ο γάμος με τη Ρόζα, στηριζόμενος στην απουσία της υπογραφής της από το γαμήλιο συμβόλαιο, πράγμα που τον καθιστούσε άκυρο, σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο. Όταν πληροφορήθηκε την ακύρωση η Ρόζα παντρεύτηκε αμέσως τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς κυβερνήτης των Αντικυθήρων. Ο Καβαλίνι έθεσε ως προϋπόθεση του γάμου να παραδώσει την επιμέλεια και του Λευκάδιου και του Τζέιμς. Έτσι ο Τζέιμς στάλθηκε στον πατέρα του στο Δουβλίνο και ο Λευκάδιος παρέμεινε υπό τη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν (η Μπρέναν είχε αποκληρώσει τον Τσαρλς λόγω της ακύρωσης του γάμου). Ούτε ο Λευκάδιος ούτε ο Τζέιμς ξαναείδαν ποτέ τη μητέρα τους, που απέκτησε τέσσερα παιδιά από τον δεύτερο σύζυγό της. Η Ρόζα τελικά εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο-Άσυλο στην Κέρκυρα, όπου πέθανε το 1882[18].
Ο Τσαρλς Χερν, που είχε αφήσει τον Λευκάδιο στη φροντίδα της Σάρας Μπρέναν τα τελευταία τέσσερα χρόνια, την όρισε τώρα μόνιμη κηδεμόνα του. Παντρεύτηκε την παιδική του αγάπη Αλίσια Γκόσλιν, τον Ιούλιο του 1857, και έφυγε με τη νέα του σύζυγο για απόσπαση στο Σεκουντεραμπάντ της Ινδίας, όπου απέκτησαν τρεις κόρες πριν τον θάνατο της Αλίσια το 1861. Ο Λευκάδιος δεν ξαναείδε ποτέ τον πατέρα του: o Tσαρλς Χερν πέθανε από ελονοσία στον Κόλπο του Σουέζ το 1866[19].
Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του Σάρας Μπρέναν που μοίραζε τη διαμονή της μεταξύ του Δουβλίνου τους χειμερινούς μήνες, του κτήματος του συζύγου της στο Τράμορ στις ακτές της Νότιας Ιρλανδίας και μιας κατοικίας στο Μπάνγκορ της Βόρειας Ουαλλίας. Η Μπρέναν απασχολούσε επίσης ένα δάσκαλο κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, για να παρέχει τη βασική εκπαίδευση και τα βασικά στοιχεία του καθολικού δόγματος. Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να διαβάζει πολύ ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα μυθολογία[20].
Καθολική εκπαίδευση στη Γαλλία και την Αγγλία· εγκατάλειψηΤο 1861 η θεία του Χερν, γνωρίζοντας ότι ο Χερν απομακρυνόταν από τον καθολικισμό και με την παρότρυνση του Χένρι Χερν Μολινέ, συγγενούς του τελευταίου συζύγου της και μακρινού ξάδερφου του Χερν, τον ενέγραψε στο Εκκλησιαστικό Ινστιτούτο, καθολική εκκλησιαστική σχολή στο Υβετό της Γαλλίας. Οι εμπειρίες του Χερν στη σχολή επιβεβαίωσαν την ισόβια πεποίθησή του ότι η χριστιανική εκπαίδευση αποτελείτο από «συμβατική βαρεμάρα και ασχήμια και βρώμικη αυστηρότητα και μούτρα και ιησουιτισμό και φοβερή στρέβλωση των παιδικών εγκεφάλων»[21]. Ο Χερν έμαθε άπταιστα Γαλλικά και θα μετέφραζε αργότερα στα Αγγλικά τα έργα του Γκυ ντε Μωπασσάν, που συμπτωματικά φοίτησε στη σχολή αμέσως μετά την αποχώρηση του Χερν.
Το 1863, πάλι με υπόδειξη του Μολινέ, ο Χερν ενεγράφη στο Σεντ Κάθμπερτς Κόλετζ στο Άσοου, καθολική θεολογική σχολή, το σημερινό Πανεπιστήμιο του Ντάραμ στη βορειοανατολική Αγγλία. Στο περιβάλλον αυτό ο Χερν υιοθέτησε το παρατσούκλι Πάντι, για να προσαρμοσθεί καλύτερα, και ήταν ο πρώτος μαθητής στην αγγλική έκθεση επί τρία χρόνια[22]. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, στο Άσοου, ο Χερν τραυμάτισε το αριστερό του μάτι από ατύχημα στην αυλή του σχολείου. Το μάτι μολύνθηκε και, παρά τις επισκέψεις σε ειδικούς στο Δουβλίνο και στο Λονδίνο και ένα χρόνο αναρρωτικής απουσίας από το σχολείο, τυφλώθηκε. Ο Χερν είχε επίσης αυξημένη μυωπία, έτσι ο τραυματισμός του τον άφησε με μόνιμα μειωμένη όραση, αναγκάζοντάς τον να μεταφέρει ένα μεγεθυντικό φακό για κοντινή εργασία και ένα τηλεσκόπιο τσέπης για να βλέπει οτιδήποτε σε μη κοντινή απόσταση (ο Χερν απέφευγε τα γυαλιά, πιστεύοντας ότι σταδιακά θα αδυνάτιζαν περισσότερο την όρασή του). Η ίριδα ήταν μόνιμα ξεθωριασμένη και έκανε τον Χερν νευρικό για την εμφάνισή του για το υπόλοιπο της ζωής του, κάνοντάς τον να καλύπτει το αριστερό του μάτι όταν συνομιλούσε και να ποζάρει για φωτογραφίες προφίλ, ώστε να μη φαίνεται το αριστερό του μάτι[23].
Το 1867 ο Χένρι Μολινέ, που είχε γίνει οικονομικός διαχειριστής της Σάρας Μπρέναν, χρεοκόπησε μαζί της. Δεν υπήρχαν χρήματα για δίδακτρα και ο Χερν εστάλη στο Ηστ Εντ του Λονδίνου να ζήσει με την πρώην υπηρέτρια της Μπρέναν. Αυτή και ο σύζυγός της δεν είχαν χρόνο ή χρήματα για τον Χερν, που περιφερόταν στους δρόμους, περνούσε την ώρα του σε πτωχοκομεία και γενικά ζούσε ξεριζωμένος άσκοπα. Κυριότερες πνευματικές του δραστηριότητες αποτελούσαν επισκέψεις σε βιβλιοθήκες και στο Βρετανικό Μουσείο[24].
Αμερική (1869-1890)Μετανάστευση στο ΣινσινάτιΤο 1869 ο Χένρι Μολινέ είχε ανακτήσει κάποια οικονομική σταθερότητα και η Μπρέναν, στα 75 της, ήταν ανάπηρη. Αποφασίζοντας να σταματήσει να ξοδεύει για τον δεκαεννιάχρονο Χερν, αγόρασε ένα μονής κατεύθυνσης εισιτήριο για τη Νέα Υόρκη και έδωσε οδηγίες στον Χερν να πάει στο Σινσινάτι, να βρει την αδελφή του Μολινέ και τον σύζυγό της, Τόμας Κάλιναν, και να έχει τη βοήθειά τους για να ζήσει. Οταν συναντήθηκε με τον Χερν στο Σινσινάτι, η οικογένεια δεν είχε πολλά να του δώσει. Ο Κάλιναν του έδωσε 5 δολάρια και του ευχήθηκε καλή τύχη. Όπως θα έγραφε αργότερα ο Χερν «Πετάχτηκα για να αρχίσω τη ζωή μου άφραγκος στο πεζοδρόμιο μιας αμερικανικής πόλης».
Για κάποιο διάστημα ήταν εξαθλιωμένος, ζούσε σε στάβλους ή αποθήκες σε αντάλλαγμα για χαμαλοδουλειές. Τελικά έγινε φίλος με τον Άγγλο τυπογράφο και κοινοτιστή Χένρι Γουότκιν, που τον απασχόλησε στο τυπογραφείο του, τον βοήθησε να βρει διάφορες δουλειές του ποδαριού, του δάνειζε βιβλία από τη βιβλιοθήκη του, περιλαμβανομένων των ουτοπιστών Φουριέ, Ντίξον και Νόις, και του έδωσε ένα παρατσούκλι, που του κόλλησε για το υπόλοιπο της ζωής του, Το Κοράκι, από το ποίημα του Πόε. Ο Χερν σύχναζε επίσης στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι, που εκείνη την εποχή είχε περίπου 50.000 τόμους. Την άνοιξη του 1871 μια επιστολή από τον Χένρι Μολινέ τον πληροφόρησε για το θάνατο της Σάρας Μπρέναν και τον ορισμό του Μολινέ ως μοναδικού εκτελεστή της διαθήκης. Αν και η Μπρέναν τον είχε ορίσει ως δικαιούχο μιας ετήσιας προσόδου όταν έγινε κηδεμόνας του, ο Χερν δεν πήρε τίποτα από την περιουσία και δεν ξαναείχε ποτέ νέα από τον Μολινέ[26].
Δημοσιογραφικό και λογοτεχνικό έργοΜε τη δύναμη του ταλέντου του ως συγγραφέα, ο Χερν έπιασε δουλειά ως δημοσιογράφος στο The Cincinnati Enquirer, εργαζόμενος για την εφημερίδα από το 1872 ως το 1875[27]. Γράφοντας με δημιουργική ελευθερία σε μια από τις μεγαλύτερες εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σινσινάτι, έγινε γνωστός για τις μακάβριες περιγραφές τοπικών φόνων, καλλιεργώντας τη φήμη του κορυφαίου συγκλονιστικού δημοσιογράφου της εφημερίδας, καθώς και του συγγραφέα των ευαίσθητων περιγραφών μερικών από τα μειονεκτούντα άτομα του Σινσινάτι[28]. Αφότου μία από τις ιστορίες του φόνων, ο Φόνος του Τάνιαρντ, είχε διαρκέσει επί μήνες το 1874, ο Χερν εδραίωσε τη φήμη του ως ο τολμηρότερος δημοσιογράφος του Σινσινάτι και το Enquirer αύξησε το μισθό του από 10 σε 25 δολάρια τη βδομάδα[29].
Η Βιβλιοθήκη της Αμερικής (μη κερδοσκοπικός εκδότης αμερικάνικης λογοτεχνίας) επέλεξε μία από αυτές τις περιγραφές φόνων, το Gibbeted, για να τη συμπεριλάβει στην ανασκόπηση δύο αιώνων Αμερικανικού Αληθινού Εγκλήματος, το 2008.
Το 1874 ο Χερν και ο νεαρός Χένρι Φάρνι (1847-1916, γεννημένος στη Γαλλία, ζωγράφος και εικονογράφος), αργότερα διάσημος ζωγράφος της Αμερικάνικης Δύσης[30], έγραψαν, εικονογράφησαν και εξέδωσαν ένα οχτασέλιδο εβδομαδιαίο περιοδικό τέχνης, λογοτεχνίας και σάτιρας με τον τίτλο Ye Giglampz. Το έργο θεωρήθηκε από ένα κριτικό του εικοστού αιώνα «Ίσως το συναρπαστικότερο έργο διαρκείας που ανέλαβε ο Χερν»[30].
Η Δημόσια Βιβλιοθήκη του Σινσινάτι ανατύπωσε ένα αντίγραφο των εννέα συνολικά τευχών το 1983[31].
Πρώτος γάμος, διαζύγιο και απόλυση από το EnquirerΣτις 14 Ιουνίου 1874 ο Χερν, 24 ετών, παντρεύτηκε την Αλίθια (Μάτι) Φόλεϊ, μια εικοσάχρονη Αφροαμερικανίδα, πράξη που παραβίαζε τον νόμο του Οχάιο κατά της επιμειξίας, την εποχή εκείνη. Τον Αύγουστο του 1875, ανταποκρινόμενο σε παράπονα του τοπικού κλήρου για τις αντιθρησκευτικές του απόψεις και σε πίεση πολιτικών του τόπου, προσβεβλημένων από μερικά σατιρικά του κείμενα στο Ye Giglampz, το Enquirer τον απέλυσε, επικαλούμενο ως αιτία τον παράνομο γάμο του. Έπιασε δουλειά στην αντίπαλη εφημερίδα The Cincinnati Commercial[32]. Το Enquirer προσφέρθηκε να τον ξαναπροσλάβει όταν οι ιστορίες του άρχισαν να εμφανίζονται στο Commercial και η κυκλοφορία του άρχισε να αυξάνεται, αλλά ο Χερν, εξοργισμένος από τη συμπεριφορά της εφημερίδας, αρνήθηκε. Ο Χερν και η Φόλεϊ χώρισαν, αλλά προσπάθησαν αρκετές φορές να τα ξαναβρούν πριν πάρουν διαζύγιο το 1877. Η Φόλεϊ ξαναπαντρεύτηκε το 1880.
Ενώ εργαζόταν για το Commercial ο Χερν δέχθηκε να μεταφερθεί στην κορυφή του ψηλότερου κτιρίου του Σινσινάτι, στην πλάτη ενός επισκευαστή καμπαναριών, του Τζόζεφ Ροντρίγκεζ Γουέστον, και έγραψε μια μισοτρομακτική, μισοκωμική περιγραφή της εμπειρίας του. Την ίδια επίσης εποχή ο Χερν έγραψε μια σειρά περιγραφές των συνοικιών Μπακτάουν και Λίβι του Σινσινάτι «... μια από τις λίγες εικόνες που έχουμε της ζωής των μαύρων σε μια μεθοριακή πόλη την περίοδο μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο»[33]. Κατέγραψε επίσης αμέτρητους στίχους τραγουδιών που άκουσε να τραγουδούν μαύροι μουσικοί της εποχής[34].
Νέα ΟρλεάνηΤο φθινόπωρο του 1877, πρόσφατα διαζευγμένος από τη Μάτι Φόλεϊ και ανήσυχος, ο Χερν είχε αρχίσει να παραμελεί τη δουλειά του στην εφημερίδα για να μεταφράζει στα Αγγλικά έργα του Γάλλου συγγραφέα Γκωτιέ. Απογοητευόταν επίσης όλο και περισσότερο από το Σινσινάτι, γράφοντας στο Χένρι Γουότκιν, «Είναι ώρα να φεύγεις από το Σινσινάτι, όταν αρχίζουν να το αποκαλούν Παρίσι της Αμερικής». Με την υποστήριξη του Γουότκιν και του εκδότη του Cincinnati Commercial Μίρατ Χάλστεντ ο Χερν έφυγε από το Σινσινάτι για τη Νέα Ορλεάνη, όπου αρχικά έγραψε ανταποκρίσεις για το Commercial στη στήλη Gateway to the Tropics[35].
Ο Χερν έζησε στη Νέα Ορλεάνη για μια σχεδόν δεκαετία, γράφοντας πρώτα για την εφημερίδα Daily City Item, αρχίζοντας τον Ιούνιο του 1878 και αργότερα για τον Times Democrat. Καθώς το Item ήταν μια τετρασέλιδη έκδοση, το συντακτικό έργο του Χερν άλλαξε θεαματικά τον χαρακτήρα της εφημερίδας. Ξεκίνησε στο Item ως συντάκτης ειδήσεων και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε κριτικές βιβλίων του Φράνσις Μπρετ Χαρτ και του Εμίλ Ζολά, περιλήψεις κομματιών σε εθνικά περιοδικά όπως το Harper’s και δημοσιογραφικά άρθρα εισαγωγικά βουδιστικών και σανσκριτικών κειμένων. Ως συντάκτης ο Χερν δημιούργησε και δημοσίευσε σχεδόν διακόσια χαρακτικά από την καθημερινή ζωή και τους ανθρώπους της Νέας Ορλεάνης, καθιστώντας το Item την πρώτη εφημερίδα του Νότου που εισήγαγε σκίτσα και της έδωσε άμεση κυκλοφοριακή ώθηση[36]. Ο Χερν σταμάτησε να σκαλίζει τις ξυλογραφίες μετά από έξι μήνες, όταν διαπίστωσε ότι η καταπόνηση ήταν πολύ μεγάλη για το μάτι του[37].
Στα τέλη του 1881 ο Χερν πήρε μια θέση συντάκτη στον Times Democrat της Νέας Ορλεάνης και εργαζόταν μεταφράζοντας άρθρα από γαλλικές και ισπανικές εφημερίδες, καθώς και γράφοντας άρθρα και κριτικές για θέματα της επιλογής του. Συνέχισε επίσης το μεταφραστικό έργο του Γάλλων συγγραφέων στα Αγγλικά: του Ζεράρ ντε Νερβάλ, του Ανατόλ Φρανς και ιδιαίτερα του Πιέρ Λοτί, συγγραφέα που επηρέασε το συγγραφικό ύφος του ίδιου του Χερν[38][39].
Ο Χερν δημοσίευσε επίσης στο Harper's Weekly το πρώτο γνωστο άρθρο (1883) για τους Φιλιππινέζους στις Ηνωμένες Πολιτείες, τους Μανίλαμεν ή Ταγκάλογκ, ένα από τα χωριά των οποίων είχε επισκεφθεί στο Σαιν Μαλό της Λουϊζιάνα[40].
Ο τεράστιος αριθμός των κειμένων του για τη Νέα Ορλεάνη και τα περίχωρά της, πολλά από τα οποία δεν έχουν συγκεντρωθεί, αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κρεολικό πληθυσμό της πόλης και την ιδιαίτερη κουζίνα του, τη Γαλλική Όπερα, το Βουντού της Λουϊζιάνα και τη Μαύρη Μουσική[41].
Τα κείμενα του Χερν για εθνικές εκδόσεις, όπως τα Harper's Weekly και Scribner's Magazine, βοήθησαν στη δημιουργία της φήμης της Νέας Ορλεάνης ως μιας πόλης με ξεχωριστή κουλτούρα, που έμοιαζε περισσότερο με εκείνη της Ευρώπης και της Καραϊβικής παρά με εκείνη της Βόρειας Αμερικής.
Ο Χερν έγραφε ενθουσιωδώς για τη Νέα Ορλεάνη, αλλά έγραφε επίσης και για την παρακμή της πόλης, «μια νεκρή νύφη στεφανωμένη με άνθη πορτοκαλιάς»[42].
Τα κείμενα του Χερν για τις εφημερίδες της Νέας Ορλεάνης περιελάμβαναν ιμπρεσσιονιστικές περιγραφές τόπων και χαρακτήρων και πολλά άρθρα που κατήγγειλλαν την πολιτική διαφθορά, την εγκληματικότητα στους δρόμους, τη βία, τη μισαλλοδοξία και τις αποτυχίες των υπεύθυνων της δημόσιας παιδείας και υγείας[28]. Παρά το γεγονός ότι πιστώνεται με την «εφεύρεση» της Νέας Ορλεάνης ως τόπου εξωτικού και μυστηριώδους, οι νεκρολογίες του των ηγετών του βουντού Μαρί Λεβό και Δρ. Τζον Μοντενέ ήταν πραγματιστικές και απομυθοποιητικές. Συλλογές κειμένων του Χερν για τη Νέα Ορλεάνη έχουν συγκεντρωθεί και δημοσιευθεί σε πολλά έργα, αρχίζοντας με τα Κρεολικά Σκίτσα το 1924[8] και πιο πρόσφατα (2001) στο Εφευρίσκοντας τη Νέα Ορλεάνη: Κείμενα του Λευκάδιου Χερν[9].
Τα γνωστότερα βιβλία του Χερν στη Λουϊζιάνα είναι[44]:
  • Gombo zhèbes: Μικρό λεξικό κρεολικών παροιμιών (1885).
  • Η Κρεολική Κουζίνα (1885), συλλογή συνταγών μαγειρικής από κορυφαίους σεφ και διάσημες Κρεολές νοικοκυρές, που συνέβαλαν να γίνει η Νέα Ορλεάνη διάσημη για την κουζίνα της.
  • Τσίτα: Μια Ανάμνηση του Χαμένου Νησιού (1889), μια νουβέλα βασισμένη στον τυφώνα του 1856, που πρωτοδημοσιεύθηκε στο Harper's Monthly το 1888.
Την εποχή που ζούσε εκεί ο Χερν ήταν ελάχιστα γνωστός, όπως ακόμη και σήμερα για τα γραπτά του για τη Νέα Ορλεάνη, εκτός από τους ντόπιους θιασώτες του πολιτισμού. Εντούτοις, από όσους έχουν ζήσει στη Νέα Ορλεάνη, μόνο για τον Λούις Άρμστρονγκ έχουν γραφτεί περισσότερα βιβλία από όσα για τον Χερν[45].
Δύο χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές ΙνδίεςΤο Harper's έστειλε τον Χερν στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες ως ανταποκριτή το 1887[σημ. 3]. Πέρασε δύο χρόνια στη Μαρτινίκα και, εκτός από τα κείμενά του για το περιοδικό, έγραψε δύο βιβλία: Δυο Χρόνια στις Γαλλικές Δυτικές Ινδίες και Γιούμα, η Ιστορία μιας Σκλάβας των Δυτικών Ινδιών[6], που δημοσιεύθηκαν το 1890[8].
Ιαπωνία (1890-1904)
Καμιάς άλλης χώρας το πρόσωπο δε μοιάζει τόσο με την Ελλάδα όσο το πρόσωπο της Ιαπωνίας[σημ. 4]. — Νίκος ΚαζαντζάκηςΤαξιδεύοντας: Ιαπωνία - Κίνα[49]
Το 1890 ο Χερν πήγε στην Ιαπωνία σε μια αποστολή ως ανταποκριτής εφημερίδας, που γρήγορα τερματίστηκε. Στην Ιαπωνία βρήκε όμως μια εστία και τη μεγαλύτερή του έμπνευση[50]. Με τη βοήθεια του Μπάζιλ Χολ Τσάμπερλεν (Άγγλου καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο) ο Χερν απέκτησε μια θέση καθηγητή το καλοκαίρι του 1890 στη Νομαρχιακή Σχολή του Σιμάνε στο Ματσούε, πόλη της δυτικής Ιαπωνίας, στις ακτές της Ιαπωνικής Θάλασσας.
Κατά τη δεκαπεντάμηνη διαμονή του στο Ματσούε ο Χερν παντρεύτηκε την Σέτσου Κοϊζούμι (1868-1932), κόρη μιας τοπικής οικογένειας σαμουράι, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Κάζουο (1893-1965), τον Ιβάο (1897-1937), τον Κιγιόσι (1900-1962) και την Σουτζούκο (1903-1944)[51].
Το Μουσείο Μνήμης Λευκάδιου Χερν και η παλιά του κατοικία είναι ακόμη δύο από τα δημοφιλέστερα τουριστικά αξιοθέατα του Ματσούε[48][52].
Κουμαμότο και ΚόμπεΣτα τέλη του 1891 ο Χερν μετακόμισε στο Κουμαμότο του Κιούσου, όπου, με τη βοήθεια του Τσάμπερλεν, εξασφάλισε θέση καθηγητή στην Πέμπτη Ανώτερη Σχολή. Στο Κουμαμότο έζησε τα επόμενα τρία χρόνια και ολοκλήρωσε το πρώτο του βιβλίο για την Ιαπωνία, Ματιές στην Άγνωστη Ιαπωνία (1894)[8].
Τον Οκτώβριο του 1894 προσλήφθηκε ως δημοσιογράφος στην αγγλόφωνη εφημερίδα The Kobe Chronicle[28] και μετακόμισε στο Κόμπε[53].
ΤόκιοΤον Ιανουάριο του 1896 ο Λευκάδιος Χερν πολιτογραφήθηκε Ιάπωνας, παίρνοντας το όνομα Γιάκουμο Κοϊζούμι, και τον Αύγουστο, με κάποια βοήθεια από τον Τσάμπερλεν, άρχισε να διδάσκει αγγλική λογοτεχνία στο Αυτοκρατορικό Πανεπιστήμιο του Τόκιο, εργασία που είχε μέχρι το 1903[53][54].
Το 1904 ήταν καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ουασέντα στο Σιντζούκου στο Τόκιο.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1904 πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 54 ετών. Ο τάφος του είναι στο Νεκροταφείο Ζοσιγκάγια, στο Τοσίμα του Τόκιο[50].
Μία μικρή νεκρική πομπή μετέφερε τη σορό του στον παλιό ναό Κομπουπέρα. Μπροστά υπήρχαν τα βουδιστικά λάβαρα, πίσω δυο μικρά παιδιά που κουβαλούσαν ζωντανά πουλιά σε μικρά κλουβιά που θα τα άφηναν ελέυθερα συμβολίζοντας τη φυγή της ψυχής από τα δεσμά της. Ακολουθούσαν τα άτομα που κουβαλούσαν το φέρετρό του, πιο πίσω οι ιερείς με τα κουδουνάκια τους και το φαγητό για τον νεκρό, ενώ την πομπή έκλειναν η οικογένεια και οι φίλοι του νεκρού. Στην πλάκα που έστησαν οι φοιτητές του υπήρχε το εξής κείμενο:
Στον Λευκάδιο Χερν, του οποίου η πένα υπήρξε πιο ισχυρή ακόμα και από τη ρομφαία του ένδοξου έθνους που αγάπησε, έθνους που πιο μεγάλη τιμή του υπήρξε ότι τον δέχτηκε στις αγκάλες του ως πολίτη και του πρόσφερε, αλίμονο, τον τάφο[55].
Πηγή: Βικιπαίδεια