Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.4.16

Οι δέκα συμβουλές του Τ. Μπουκόφσκι που θα σου αλλάξουν τη ζωή.

Ψάχνετε να βρείτε πράγματα που θα σας βοηθήσουν για να ζήσετε μία τρομερή ζωή; Η καλύτερη πηγή είναι ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Αμερικανός συγγραφέας, ποιητής και μυθιστοριογράφος, που μοιράστηκε τις «αφιλτράριστες» απόψεις του για τα πάντα

1. Μην συμβιβάζεστε

AdTech Ad
«Ηθελα όλο τον κόσμο ή τίποτα».
Δεν θα έπρεπε να συμβιβάζεστε με τίποτα λιγότερο από αυτό που απολύτως αξίζετε ή επιθυμείτε. Προσπαθήστε για το καλύτερο και μην δέχεστε τίποτα άλλο εκτός από αυτό που θα σας ικανοποιήσει πλήρως. Δεν έχει αξία να παρατήσετε τους στόχους σας απλά και μόνο για να συμβιβαστείτε για κάτι λιγότερο που θα σας αφήσει να εύχεστε για κάτι περισσότερο και να ζείτε μέσα στη θλίψη.

2. Αγαπήστε τον εαυτό σας
«Ποτέ δεν γνώρισα κανέναν άλλο άνδρα, ο οποίος θα προτιμούσα να είμαι. Και ακόμα και αν αυτό είναι μια αυταπάτη, είναι μια τυχερή αυταπάτη».
Κανείς δεν είναι τέλειος, αυτό είναι σίγουρο, αλλά δεν υπάρχει λόγος να τυραννάτε τον εαυτό σας για αυτό το λόγο. Σταματήστε να κριτικάρετε το κάθε τι στον εαυτό σας, κάθε τι που θα μπορούσατε να αλλάξετε και δείξτε στον εαυτό σας λίγη αγάπη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προσπαθείτε για αυτοβελτίωση, αλλά απλά γίνετε ο μεγαλύτερος θαυμαστής του εαυτού σας, ό,τι και αν συμβαίνει.
3. Ζήστε τη ζωή στο έπακρο
«Αυτό που είναι τρομερό, δεν είναι ο θάνατος αλλά οι ζωές που οι άνθρωποι ζουν ή δεν ζουν μέχρι να πεθάνουν» - «Μερικοί άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ. Πραγματικά τι απαίσιες ζωές θα πρέπει να ζουν».
Θέλετε να κάνετε ελεύθερη πτώση αλλά δεν το έχετε κάνει ποτέ; Κάντε το βήμα. Θέλετε να πάρετε πτυχίο στην ιστορία της τέχνης αλλά δεν ξέρετε σε τι θα σας χρησίμευε; Είναι καιρός να γραφτείτε. Εχετε μόνο μια ζωή, οπότε καλύτερα να τη ζήσετε στο έπακρο , τώρα αμέσως. Γιατί να περιμένετε για αργότερα;

4. Μην φοβάστε τον πόνο, χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσατε να βιώσετε την ευτυχία.
«Πρέπει να πεθάνεις μερικές φορές, πριν μπορέσεις πραγματικά να ζήσεις»
Πόνος, θλίψη, θυμός, άγχος – αρνητικά αισθήματα σαν και αυτά μπορεί να είναι επίπονα μερικές φορές. Όμως, δεν μπορείς να εκτιμήσεις πλήρως τα καλά συναισθήματα που έχει να σου προσφέρει η ζωή χωρίς πρώτα να βιώσεις τα άσχημα. Οπότε, όταν νομίζετε πως έχετε πιάσει πάτο, θυμηθείτε πως ο μόνος δρόμος πλέον είναι η ανηφόρα και ο πόνος που νιώθετε τη συγκεκριμένη στιγμή θα κάνει την ευτυχία πιο γλυκιά αργότερα.
5. Να είστε ο εαυτός σας και χωρίς ντροπή να το εκφράζετε σε ο,τιδήποτε κάνετε.
«Είναι καλύτερο να κάνετε κάτι βαρετό με στυλ, παρά κάτι επικίνδυνο χωρίς στυλ».
Μην φοβάστε να είστε ο εαυτός σας - ο Τσαρλς Μπουκόφσκι σίγουρα δεν δίσταζε. Πάντα να δείχνετε τον πραγματικό σας εαυτό και τον πραγματικό σας χαρακτήρα. Είναι καλύτερα να ζήσετε πραγματικά παρά να προσπαθείτε να προσποιείστε να γίνετε κάτι που δεν είστε, μόνο και μόνο για να είστε αρεστοί στους άλλους. Αλλωστε, ποιος νοιάζεται για το τι πιστεύουν οι άλλοι;
6. Είστε δυνατότεροι απ’ ότι νομίζετε
«Μερικές φορές σηκώνεστε απ’ το κρεβάτι το πρωί και σκέφτεστε δεν πρόκειται να τα καταφέρω, αλλά γελάτε μέσα σας… θυμηθείτε όλες τις στιγμές που έχετε νιώσει έτσι».
Η ζωή είναι γεμάτη δοκιμασίες και δυσκολίες – το ξέρετε, και πιθανόν το έχετε ζήσει πολλές φορές. Παρ’ όλα αυτά πάντα καταφέρνετε να επιβιώσετε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Θυμηθείτε πάντα πως είστε δυνατότεροι απ’ ότι νομίζετε και ότι το έχετε μέσα σας αυτό που χρειάζεται για να ξεπεράσετε τις δυσκολίες.

7. Μην φοβάστε τον θάνατο
«Εχω τον θάνατο μέσα στην αριστερή μου τσέπη. Μερικές φορές τον βγάζω έξω και του μιλάω: Γεια σου μωρό μου, τι κάνεις; Πότε θα έλθεις να με πάρεις; Θα είμαι έτοιμος» - «Δεν υπάρχει τίποτα για να θρηνήσεις για τον θάνατο, περισσότερο απ’ ότι δεν υπάρχει για να θρηνήσεις για ένα λουλούδι που μεγαλώνει».
Ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, οπότε γιατί να περάσεις τη ζωή του ανησυχώντας για αυτόν; Αντί να τρελαίνεστε για το πότε θα πεθάνετε, επωφεληθείτε από τη ζωή που έχετε. Είναι πολύ πιο χρήσιμο να γιορτάζετε τη ζωή από το να φοβάστε τον θάνατο, και μάλλον θα είστε πολύ πιο ευτυχισμένοι.
8. Εχετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας
«Το πρόβλημα με τον κόσμο είναι ότι οι έξυπνοι άνθρωποι είναι γεμάτοι αμφιβολίες»
Είστε καταπληκτικοί και το μόνο που έχετε να κάνετε για να αφήσετε να λάμψουν τα πραγματικά σας ταλέντα είναι να τα πιστέψετε. Εχετε απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό σας και ίσως εκπλαγείτε με όσα μπορείτε να καταφέρετε.
9. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από την μοναξιά.
«Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από το να είσαι μόνος, όμως συχνά παίρνει δεκαετίες να το συνειδητοποιήσετε και συχνά όταν το κάνετε είναι πολύ αργά και δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το πολύ αργά» - «Δεν ήμουν μισάνθρωπος ούτε μισογύνης, αλλά μου άρεσε να είμαι μόνος μου. Ενιωθε ωραία να κάθομαι μόνος σε έναν μικρό χώρο, να καπνίζω και να πίνω. Ημουν πάντα καλή παρέα για τον εαυτό μου».

Είναι εύκολο να φοβάσαι να είσαι μόνος σου, και η συντροφιά των άλλων πολλές φορές λειτουργεί σαν δίκτυ ασφαλείας. Όμως, υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από τη μοναξιά, και δεν υπάρχει λόγος να παγιδευτείτε στο να είστε μόνος σας όταν αυτός ο χρόνος μπορεί να «δαπανηθεί» σε πιο ικανοποιητικά και χαρούμενα πράγματα. Μάθετε να εκτιμάτε τον εαυτό σας χωρίς να υπάρχουν άλλοι και εκτιμήστε τον χρόνο που περνάτε μόνοι σας.
10. Η ζωή απλά συμβαίνει, μην την παίρνετε πάντα τόσο σοβαρά.
«Μερικές φορές απλά πρέπει να κατουρήσεις στον νεροχύτη».
Απρόσμενα, ακόμα και τρελά πράγματα είναι βέβαιο ότι θα συμβούν στη ζωή και μερικές φορές απλά θα πρέπει να τα δέχεστε. Μην παγιδεύεστε στην τελειότητα και φροντίστε να ξελαφρώνετε μερικές φορές. Δεν υπάρχει λόγος να παίρνετε τα πάντα σοβαρά και μερικές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι να διασκεδάσετε!
Read more: http://www.newsbomb.gr/bombplus/blogs/story/555499/oi-deka-symvoyles-toy-t-mpoykofski-poy-tha-soy-allaxoyn-ti-zoi#ixzz45MYlSLID
Φίλε Γενικέ, Φίλε Αρκά η ζωή δεν είναι εκεί που κοιτάζει η Άρτεμις, είναι δίπλα σας, είναι μέσα σας, αναζητήστε την. Με σεβασμό και αγάπη ο Επικούρειος Πέπος.

Η διαθήκη του Βίτολντ Γκομπρόβιτς.

Η κοινωνική τάξη βασίζεται στη βία που ονομάζεται στρατιωτική θητεία, στην υποταγή του νέου στην τυφλή επιθυμία, στις επιθυμίες των αξιωματικών

Ο,τι έγραψε ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς ήταν ένα κι ένα: «Υβόννη», «Φερντιντούρκε», «Υπερατλαντικός», «Πορνογραφία», «Κόσμος», «Ημερολόγιο». Αντιστρέφοντας το βιολογικό κύκλο, στράφηκε στην ανωριμότητα της νεότητας, όταν το σώμα είναι ένα εύπλαστο υλικό το οποίο στηρίζεται σ' έναν
χορευτικό σκελετό. 

Τα λέει ο ίδιος με την απλότητα και τη σαφήνεια του δημιουργού που δεν φοβάται ότι άμα δώσει όνομα στο κομμάτι του εαυτού που παίζει, θα τον χαρακτηρίσουν «τρελό», «ιδιόρρυθμο», «στραβό», «παράδοξο».
«[...] Καθώς γράφω, έχω την τάση -μια υπόγεια και, κατά κάποιον τρόπο, παράνομη τάση- να συμπληρώνω τη φυσική εξέλιξη της ωριμότητας προς την ωριμότητα με μια εντελώς αντίθετη κίνηση, που πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω, από την ωριμότητα στην ανωριμότητα. Ηδη στο "Φερντιντούρκε" μπορεί κανείς να δει πόσο, παρά τις προσπάθειές μου να ωριμάσω, παρέμεινα προσκολλημένος στην ανωριμότητα [...]», ακουγόταν η εξομολόγησή του στον Ντομινίκ ντε Ρου. Το βιβλίο αυτής της μακράς συνομιλίας με τον τίτλο «Διαθήκη» (μτφρ.: Θεόδωρος Τραμπούλης) κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη (σελίδες 400, τιμή 17 ευρώ).
Γεννημένος στη Βαρσοβία το 1904, σπούδασε αρχικά νομικά στο γενέθλιο τόπο και ακολούθως φιλοσοφία στο Παρίσι. Η ανωριμότητα και η νεότητα, αυτά τα δύο κυρίαρχα θέματα του σύνολου του έργου του, τα διαχειρίστηκε από την πρώτη του εμφάνιση, σε ηλικία είκοσι εννέα ετών. Η συλλογή διηγημάτων «Αναμνήσεις μιας εποχής ανωριμότητας» συναντά τέσσερα χρόνια αργότερα το μυθιστόρημα «Φερντιντούρκε».
Η διεθνής αναγνώριση -κι ενώ είχε αυτοεξοριστεί με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Αργεντινή- ήρθε, κατά τη δεκαετία του '60, στο Παρίσι. Είναι η δεκαετία των σημαντικών δημιουργημάτων του: «Πορνογραφία», «Κόσμος», «Υπερατλαντικός», «Ημερολόγιο».
Είχε γράψει στο τελευταίο: «Οι πόλεμοί μας είναι πόλεμοι εφήβων, η κοινωνική τάξη βασίζεται στη βία που ονομάζεται στρατιωτική θητεία, στην υποταγή του νέου στην τυφλή επιθυμία, στις επιθυμίες των αξιωματικών. Πώς θα ήταν δυνατόν ορισμένοι να κυριαρχούν επί των άλλων, χωρίς τη σβελτάδα, την ελαφρότητα των νέων; Στο κάτω κάτω, η τυφλή υπακοή είναι δίκοπο μαχαίρι, είναι αμοιβαία: Αυτός που διατάσσει γίνεται σκλάβος του σκλάβου. Και από αυτή την αμοιβαία υποταγή γεννιέται ένα ολότελα καινούργιο δυναμικό ενέργειας, τόλμης και παρορμητισμού· από μέσα του ο υπεράνθρωπος και ο μη άνθρωπος ανατέλλουν αθώοι, γεμάτοι ελαφρότητα. Η συμμετοχή τής νεότητας στην ενήλικη ζωή μας, η συμμετοχή της ανωριμότητας, δεν έχει φωτιστεί ακόμη αρκετά».
Στην «Πορνογραφία» -σ' αυτό το κομβικό αριστούργημά του-, παρά τον «πορνογραφικό» του τίτλο, πρωταγωνιστεί ο Φρεντερίκ. Ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας Χριστόφορος Κολόμβος, ταξιδευτής εν σώματι και πνεύματι, ο οποίος αναζητά την καινούργια ομορφιά, την καινούργια ποίηση που λάθρα βιώνει ανάμεσα στον ενήλικο και τον νέο. «Είναι ο ποιητής», τον περιγράφει ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς, «μιας συνείδησης που εξωθεί την επίγνωση του εαυτού της στα άκρα ή, τουλάχιστον, έτσι τον ήθελα εγώ. Πόσο δύσκολο είναι όμως να καταλάβουμε σήμερα ο ένας τον άλλον!
»[...] Ο Φρεντερίκ μου δεν είναι ούτε σατανάς ούτε ηδονοβλεψίας (σ.σ.: όπως τον κατηγόρησαν οι κριτικοί)· μοιάζει περισσότερο με έναν θεατρικό σκηνοθέτη, ή μάλλον με έναν χημικό, ο οποίος, δοκιμάζοντας διάφορους συνδυασμούς ανάμεσα στους ανθρώπους, προσπαθεί να παρασκευάσει ένα καινούριο ποτό φτιαγμένο από σαγήνη».
Ναι, πού πήγε αυτή λέξη; Μήπως την κατάπιε αυτή η αναθεματισμένη κρίση; Γι' αυτό συντονιζόμαστε με τον Πολωνό συγγραφέα, όταν επιλέγει την ανατροπή από τον καθωσπρεπισμό. «Είμαι χιουμορίστας, γελωτοποιός, ακροβάτης, προβοκάτορας. Τα έργα μου κάνουν διπλές κωλοτούμπες για να διασκεδάσουν το κοινό μου. Εγώ είμαι τσίρκο, λυρισμός, ποίηση, τρόμος, καβγάς, παιχνίδια, τι άλλο θέλετε;».
Το καινούργιο, το πρωτότυπο, το άφθαρτο ήταν το τρίδυμο της θετικής ενέργειας, γιατί όσο κι αν ψάξεις χρυσάφι στην άμμο δεν θα το βρεις ποτέ. Η επιθυμία φουντώνει ακόμη περισσότερο, επειδή τα βέλη της δεν συναντούν καμία αντίσταση. Και η αδυναμία αποδεικνύεται πιο δυνατή από τη δύναμη. Τελικά, η ελαφρότητα της νεότητας αίρει το βάρος από τα εγκλήματα και τις αμαρτίες.
Ο Βίτολντ Γκομπρόβιτς γύρισε στην Ευρώπη το 1963 και εγκαταστάθηκε στη Γαλλική Ριβιέρα. Εξι χρόνια μετά πέθανε, αφού το 1968 είχε προταθεί υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. 
Πηγή:ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 

ΤΖΟΖΕΦ ΚΟΝΡΑΝΤ Ο ΠΟΛΩΝΟΣ Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Είχε συνειδητά αποκλείσει το υπερφυσικό στοιχείο από το έργο του, γιατί -όπως έλεγε- αν το δεχόταν, θα ήταν σαν να ομολογούσε ότι η καθημερινότητα δεν είναι θαυμαστή.
Στην πραγματικότητα, ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας επέλεξε να μυθιστοριογραφήσει εκτενώς τη ζωή ακριβώς επειδή τη θεωρούσε ποιητική. Και, βέβαια, πολύ πριν γράψει για κόσμους εξωτικούς, μυστηριώδεις και απρόβλεπτους, επεδίωξε και ως ένα βαθμό κατάφερε να τους γνωρίσει μέσα από τα ατελείωτα ταξίδια του και την εγγενή τάση του προς την περιπέτεια, τις συγκινήσεις, τη συνεχή φυγή.

O Tζόζεφ Κόνραντ (1857- 1925) γεννήθηκε στην Oυκρανία από Πολωνούς γονείς. Η παιδική του ηλικία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη: Tο 1864 χάνει τη μητέρα του και τέσσερα χρόνια μετά τον πατέρα του και την κηδεμονία του αναλαμβάνουν -στην Kρακοβία- κάποιοι συγγενείς.
O μικρός Tζόζεφ δεν θα αργήσει να δείξει σημάδια ξεχωριστής ευφυΐας: μαθαίνει να μιλάει απταίστως γαλλικά, ενώ μέσα από τις πολωνικές μεταφράσεις διαβάζει τους κλασικούς. Λίγο αργότερα ανακαλύπτει τα περιπετειώδη αναγνώσματα και κυρίως τους «Εργάτες της Θάλασσας» του Bίκτορος Oυγκώ.
Eιδικά αυτό το τελευταίο έμελλε να επηρεάσει βαθιά τον ψυχισμό του και να τον γεμίσει όνειρα για τη θαλασσινή ζωή και περιπέτεια. Μάλιστα, αυτήν την τάση του να γνωρίσει εξωτικά μέρη και άγνωστους πολιτισμούς θα την εκδηλώσει από νωρίς και έτσι, μόλις στα δεκαέξι του, μεταβαίνει στο λιμάνι της Mασσαλίας για να γίνει ναυτικός.
H αρχή μιας μυθιστορηματικής ζωής μόλις ξεκινούσε, μιας ζωής γεμάτης ακραίες εμπειρίες- μεταξύ των οποίων, ένα ναυάγιο, λαθρεμπόριο όπλων, μια απόπειρα αυτοκτονίας, μία μονομαχία για τα μάτια μιας γυναίκας, αλλά και απίστευτες περιπέτειες στους ωκεανούς και στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε.
Tο 1886 γίνεται Bρετανός υπήκοος και καπετάνιος και το 1894, ύστερα από είκοσι χρόνια στη θάλασσα, θα εγκατασταθεί στην Aγγλία όπου παντρεύεται, αποκτά δύο παιδιά και αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο γράψιμο.
Tο σίγουρο είναι ότι το κοσμοπολίτικο πνεύμα του έβρισκε πάντα τον τρόπο να συνδέει τον ρεαλισμό με έναν ρομαντικό αισθηματισμό. Aλίμονο, όμως: ένας ρομαντισμός διαποτισμένος με αμείλικτη ειρωνεία για την τάση του ανθρώπου να αυταπατάται.
Oι συνθήκες, πια, είναι ευνοϊκές για τον επίδοξο συγγραφέα που έχει βρει τη χρονική άνεση να γράφει απερίσπαστος -στα αγγλικά- και να μετουσιώνει τις εμπειρίες μιας ζωής σε τέχνη. Δεν θα αργήσει, λοιπόν, να ολοκληρώσει το σημαντικότερο ίσως έργο του: την «Kαρδιά του Σκότους».
Bασισμένη στις δικές του εμπειρίες ως καπετάνιου στον ποταμό του Kονγκό, η υπόθεση αποτελεί ένα εκπληκτικό μείγμα συμβολικών αντιστοιχιών και χειροπιαστών λεπτομερειών που καθηλώνουν.
Eδώ οι «σκοτεινές» δυνάμεις της Aφρικής θα εκμηδενίσουν έναν αρχικά πολιτισμένο, καλλιεργημένο και ικανό άνθρωπο, τον Kουρτς, ο οποίος αδυνατούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στη διάβρωση του κακού.
Το βιβλίο αποτελεί μία συνταρακτική περιδιάβαση στα σκοτάδια του εγώ, ένα εσωτερικό δραματικό ταξίδι όπου επικρατούν η σύγχυση, η γοητεία, η ενοχή και -πάνω απ’ όλα- η παρακμή.
O Kόνραντ αφηγείται το καταστροφικό ταξίδι ενός ναυτικού, του Mάρλοου- στον ποταμό που γνώριζε ο συγγραφέας από πρώτο χέρι. Kατά τη διάρκεια του ταξιδιού συναντάει τον Kουρτς τον οποίο οι ιθαγενείς λατρεύουν σαν θεό και οι αποικιοκράτες τον απεχθάνονται.
O ίδιος ο Kουρτς είναι ένας αλλοπαρμένος «φύλαρχος», χαμένος στα βάθη της ζούγκλας αλλά και της ψυχής του, καταδικασμένος να ζει στον τρόμο ενός αλλόκοτου πνευματικού πυρετού.
O Mάρλοου τον παίρνει στο ποταμόπλοιό του για το ταξίδι της επιστροφής, με αποτέλεσμα μία από τις καλύτερες αλληγορίες που γράφτηκαν ποτέ υπό τη μορφή μυθιστορήματος.
Πρόκειται για το έργο ενός πρώιμου μοντερνιστή, με καινοτομίες που είναι -δίχως άλλο- εντυπωσιακές: πολλαπλές γωνίες αφήγησης, επιδέξιες διακοπές στην χρονική αλληλουχία και εκπληκτική εικονογραφική δεινότητα.
Σε κάθε περίπτωση, και τα υπόλοιπα βιβλία του όπως «O Nέγρος του Nάρκισσου», «Λόρδος Tζιμ», «O τυφώνας», «Nοστρόμο», «O μυστικός πράκτωρ», «H τύχη» -όλα κομμάτια μιας συναρπαστικής εκφραστικής περιπέτειας- αν και βασίζονται στις θαλασσινές του δοκιμασίες και τα εξωτικά μέρη που είχε επισκεφτεί, στην ουσία μεταμόρφωσαν το περιπετειώδες μυθιστόρημα σε μία λεπταίσθητη διερεύνηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης.
Και όλα αυτά υπό το καθεστώς ασυνήθιστων δυσχερειών και γενικευμένης φθοράς. Aλλωστε και ο ίδιος ο Kόνραντ, παρ’ όλη την επιτυχία του, όταν πέθανε -το 1925- ήταν φτωχός και βασανισμένος, απαισιόδοξος και πτοημένος: όπως ακριβώς, δηλαδή, θα ταίριαζε στον συγγραφέα που αποτύπωσε υποδειγματικά, όσο ελάχιστοι, την -ούτως ή άλλως- παράξενη γοητεία της παρακμής...
Πηγή: ΗΜΕΡΗΣΙΑ 

Γιαν Κοχανόφσκι. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Γιαν Κοχανόφσκι (πολωνικά: Jan Kochanowski, 1530 - 22 Αυγούστου 1584) ήταν Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Είναι ο θεμελιωτής της εθνικής πολωνικής λογοτεχνίας και θεωρείται από πολλούς ο σπουδαιότερος σλαβόφωνος ποιητής της Αναγέννησης.
Βιογραφία
Ο Γιαν Κοχανόφσκι γεννήθηκε στο χωριό Σιτσίνα, κοντά στην πόλη Ράντομ (Radom) της κεντροανατολικής Πολωνίας το 1530. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια της Κρακοβίας και της Καινιξβέργης (σήμερα Καλίνινγκραντ), καθώς και στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας στην Ιταλία. Μιλούσε άπταιστα λατινικά και έγινε γνωστός για τις ερωτικές ελεγείες του, που συνέθετε στη λατινική γλώσσα. Συνειδητοποίησε όμως τη μεγάλη σημασία της εθνικής του γλώσσας στα γράμματα κι άρχισε έκτοτε να γράφει στα πολωνικά λυρικά ποιήματα και θεατρικά έργα, αντλώντας την έμπνευσή του από την λατινική γραμματεία. Χάρις στον Γιαν Κοχανόφσκι, η πολωνική γλώσσα εκτοπίζει εφεξής την λατινική.
Το 1575, ο Κοχανόφσκι παντρεύεται την Dorota Podlodowska, με την οποία απέκτησε επτά παιδιά. Ταξίδεψε στη Γαλλία, όπου γνωρίστηκε με τον ποιητή Πιερ ντε Ρονσάρ (Pierre de Ronsard, 1524 - 1585). Πέθανε, πιθανότατα από καρδιακή προσβολή, στην πόλη Λούμπλιν (Lublin) της Πολωνίας στις 22 Αυγούστου 1584, σε ηλικία μόνο 54 ετών.
Στο χωριό Czarnolas, 100 χλμ νοτιοανατολικά της Βαρσοβίας, βρίσκεται και λειτουργεί σήμερα ως μουσείο το σπίτι, όπου έζησε ο Κοχανόφσκι (Muzeum Jana Kochanowskiego). Μπροστά στο Μουσείο, έχει στηθεί ένα επιβλητικό μπρούτζινο άγαλμα του Κοχανόφσκι, με τη μακριά γενειάδα του και το γούνινο μακρύ παλτό του, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Μ. Welter.
Ένα άλλο μνημείο με τη μαρμάρινη προτομή του Κοχανόφσκι (19ος αι.), ανάμεσα σε πολύχρωμες τοιχογραφίες με κόκκινα και ροζέ τριαντάφυλλα σε σχέδια του Στανίσλαβ Βισπιάνσκι, υπάρχει και στην Εκκλησία των Φραγκισκανών στην Κρακοβία, που έχει φιλοτεχνηθεί από τον Πολωνό γλύπτη Η. Κosowski (βλ. ένθετη εικόνα).
Τα Έργα Η τραγωδία που έγραψε ο Κοχανόφσκι σε στίχους στην πολωνική γλώσσα, "Η Αποπομπή των Ελλήνων Πρέσβεων" (πολων. "Odprawa posłów greckich", αγγλ. μτφ. "The Dismissal of the Greek Envoys"), αποτελεί το αριστούργημα του πολωνικού θεάτρου. Το έργο παίχτηκε στο Θέατρο της Αυλής στη Βαρσοβία το 1578.
Η υπόθεση του έργου είναι παρμένη από την Ιλιάδα του Ομήρου και ιστορεί ένα περιστατικό του Τρωικού Πολέμου. Οι Έλληνες πρέσβεις Μενέλαος και Οδυσσέας φθάνουν στην Τροία και ζητούν από τους Τρώες να τους παραδώσουν την ωραία Ελένη, που απήγαγε ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά Πριάμου.

Ο Αντήνωρ, ο σοφός σύμβουλος των Τρώων, αποδοκίμασε την αρπαγή της Ελένης και συμβούλευσε τους Τρώες να παραδώσουν στους Ατρείδες την Ελένη και τους θησαυρούς της. Βλέπει την Ελένη ως αιτία του κακού και πως δεν μπορεί να κινδυνεύσει η χώρα χάριν της ωραίας Ελληνίδας.
Ο Πάρις επιμένει, ότι η Ελένη πρέπει να κρατηθεί στην Τροία και δωροδοκώντας το συμβούλιο των δημογερόντων, αποσπά μιαν απόφαση, ώστε η Ελένη να μη παραδοθεί στους Έλληνες. Οι Έλληνες πρέσβεις εκφράζουν τη θλίψη τους για την εσπευσμένη και άδικη απόφαση των Τρώων και αναχωρούν για την Ελλάδα.
Η Τροία απειλείται τώρα από την εισβολή των Ελλήνων. Η Κασσάνδρα, η κόρη του Πριάμου, προλέγει τον πόλεμο. Ο Αντήνωρ συμβουλεύει να ετοιμάζεται ο λαός για τα χειρότερα. Όμως ο βασιλιάς Πρίαμος δεν σταθμίζει σωστά την κρισιμότητα της κατάστασης και δεν παίρνει στα σοβαρά τις συμβουλές. Ένας αγγελιαφόρος φέρνει τη φοβερή για τους Τρώες είδηση, ότι τα ελληνικά πλοία πλησιάζουν στις ακτές της Τροίας.
Ο Κοχανόφσκι έγραψε το δράμα αυτό, θέλοντας να αφυπνίσει τους ιθύνοντες της χώρας του, να ανυψώσει το φρόνημα του λαού και να προειδοποιήσει για τους μεγάλους κινδύνους που διατρέχει η πατρίδα του, αν δεν παραμερισθούν οι εσωτερικές έριδες και οι πολιτικές διαμάχες.
Ιδιαίτερη όμως θέση στην πολωνική λογοτεχνία κατέχουν και οι "Θρήνοι" (στο πρωτότυπο Threny), που έγραψε ο Κοχανόφσκι με αφορμή τον αιφνίδιο θάνατο της κόρης του Ούρσουλα, η οποία πέθανε σε ηλικία μόλις τριών ετών. Το έργο είναι εμπνευσμένο και διανθισμένο με τα χαρακτηριστικά στοιχεία των "θρηνωδιών" της κλασικής ελληνικής αρχαιότητας. Δημοσιεύτηκε το 1580.

Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Της Τιτικας Δημητρουλια Θα ακούσει η Μόσχα να μιλούν για μένα, και οι Τάταροι / και οι κάθε λογής κάτοικοι του κόσμου\\ οι Αγγλοι, / ο Γερμανός και ο ανδρείος Ισπανός θα με γνωρίζουν / κι όσοι νερό πίνουν από τον Τίβερη τον βαθύ». Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, οι ευρωπαϊκές γλώσσες αποκτούσαν τους τίτλους ευγενείας τους μέσω της ποίησης. Και οι ποιητές που θεμελίωναν τις εθνικές γλώσσες με την ποίησή τους, όπως ο Πολωνός ουμανιστής Γιαν Κοχανόφσκι (1530-1584) στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λόγια, είχαν απόλυτη συνείδηση της μεγαλοσύνης του έργου και της προσφοράς τους. Κατά το παράδειγμα της Πλειάδας και του Πιερ Ρονσάρ τον οποίο γνώρισε στο Παρίσι, στο ρεύμα του πετραρχισμού που επί χρόνια πολλά εξακολουθούσε να καθορίζει τον ευρωπαϊκό λυρισμό, ο Κοχανόφσκι, αυλικός που στη συνέχεια αποσύρεται μακριά από τη βουή του κόσμου χωρίς ποτέ να αποκοπεί ωστόσο από αυτόν, θα γράψει στα λατινικά, αλλά και στα πολωνικά, ποιήματα επικά και λυρικά και θα αναγνωριστεί ως ιδρυτική μορφή της πολωνικής και της σλαβικής λογοτεχνίας - που παραμένουν δυστυχώς σχετικά άγνωστες στη χώρα μας.

Πριν από λίγες μέρες, ο ακούραστος Δημήτρης Χουλιαράκης μάς παρέδωσε στα ελληνικά τους «Θρήνους» του Κοχανόφσκι (εκδ. Γαβριηλίδη), το σημαντικότερο έργο του (1580) πλάι στα «Τραγούδια» που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του. Δεκαεννιά ποιήματα στα οποία κατά το ουμανιστικό ιδεώδες το χριστιανικό στοιχείο συναιρείται με την κλασική αρχαιότητα, οι «Θρήνοι» αποτελούν πρωτοπορία για την εποχή για έναν ακόμα λόγο, πέραν δηλαδή του ότι γράφτηκαν στα πολωνικά: ο ποιητής θρηνεί την κορούλα του, Ούρσουλα, που πέθανε σε ηλικία μόλις δυόμισι ετών - και λίγο αργότερα την ακολούθησε η αδελφή της Χάνα. Ετσι, έρχεται σε ρήξη με την καθεστηκυία ποιητική τάξη, που θεωρούσε ότι οι θρήνοι και τα εγκώμια ταιριάζουν μόνο στους επιφανείς.
Σπουδαίος ποιητής, ο Κοχανόφσκι γράφει ένα θρήνο στέρεα δομημένο πάνω σε μυθικές και βιβλικές αναφορές και μέσα από τη θαυμάσια μετάφραση του Χουλιαράκη περνά ανεπιτήδευτος και αυθεντικός ο σπαραγμός του πατέρα - θυμίζοντάς μας μάλιστα κάποιες στιγμές ποικιλοτρόπως τον παλαμικό «Τάφο». Η γνησιότητα του αισθήματος και η απλότητα της έκφρασης αιχμαλωτίζουν τον αναγνώστη, όπως στο σημείο που η μητέρα του λέει για την κόρη του ότι «δίπλα σε άγγελους και πνεύματα αιώνια / φέγγει γλυκά σαν τον Αυγερινό». Με αφορμή όμως το προσωπικό βίωμα, το οποίο αναβαθμίζει, ο Κοχανόφσκι διερευνά τα όρια της ανθρώπινης συνθήκης. Ετσι, το πένθος εντάσσεται στη γενικότερη απορία περί των ανθρωπίνων, με τρόπο που αναφέρεται ευθέως στον Πετράρχη: η παρηγοριά που έρχεται στον ποιητή στο τέλος μέσα από το όνειρο στο οποίο του παρουσιάζονται οι νεκρές του αγαπημένες, η μητέρα και η κορούλα του, παραπέμπει στο σονέτο CCCLIX του «Canzoniere», όταν η Λάουρα παρηγορεί τον Πετράρχη και τον καλεί να έχει εμπιστοσύνη στον Θεό. Αντίστοιχα, η μητέρα του Κοχανόφσκι τον καλεί και τις συμφορές σαν άνθρωπος να υπομένει: «Τέτοια είναι της Τύχης η δύναμη, ακριβέ μου / που αντί να κλαιγόμαστε πως κάτι μας στερεί, / χάρη να της χρωστάμε θα 'πρεπε γι' αυτό που μας αφήνει».
Αυτές τις ώρες που η κρίση σε όλους μας κάτι στερεί, ας της χρωστάμε χάρη γι' αυτό που μας αφήνει, την ποίηση που συνεχίζει να μας ενώνει.

Χένρικ Σιενκιέβιτς. Από τον Κώστα τον Πολωνό.

Ο Χένρικ Άνταμ Αλεξάντερ Πίους Σιενκιέβιτς (Henryk Adam Aleksander Pius Sienkiewicz) (5 Μαΐου 1846 - 15 Νοεμβρίου 1916) ήταν Πολωνός μυθιστοριογράφος, ένας εκ των διακεκριμένων συγγραφέων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Κέρδισε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1905 "λόγω της εξαιρετικής αξίας του ως επικός συγγραφέας."

Γεννημένος σε μία φτωχή οικογένεια ευγενών στο χωριό Wola Okrzejska της υπό ρωσικό έλεγχο Πολωνίας, ο Σιενκιέβιτς έγραψε ιστορικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονταν την εποχή της Πολωνικής Δημοκρατίας ή Κοινοπολιτείας. Η οικογένειά του είχε μακρινή καταγωγή από τους Τατάρους.
Τα έργα του διακρίνονται για την αρνητική απεικόνιση των Τευτόνων Ιπποτών στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, γεγονός αξιοσημείωτο καθώς ένα σημαντικό μέρος του αναγνωστικού του κοινού ζούσε κάτω από τη γερμανική κατοχή. Αυτό μπορεί να αντιπαραβληθεί με τη θετική απεικόνιση των Γερμανών μισθοφόρων στο Δια Πυρός και Σιδήρου. Πολλά από τα μυθιστορήματά του δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες σε εφημερίδες και ακόμη και σήμερα εξακολουθούν να κυκλοφορούν σε έντυπη μορφή. Στην Πολωνία είναι περισσότερο γνωστός για τα ιστορικά του μυθιστορήματα "Δια Πυρός και Σιδήρου", "Ο Κατακλυσμός" και "Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι" (Η Τριλογία), που διαδραματίζονται το 17ο αιώνα στην Πολωνο-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, ενώ διεθνώς είναι περισσότερο γνωστός για το "Κβο Βάντις", που διαδραματίζεται στη Ρώμη του Νέρωνα. Το "Κβο Βάντις" έχει γυριστεί αρκετές φορές σε ταινία, με πιο γνωστή αυτή του 1951.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν σχολαστικός στην προσπάθειά του να αναδημιουργήσει την ιστορική γλώσσα. Για παράδειγμα, στην Τριλογία είχε τους χαρακτήρες του να χρησιμοποιούν την πολωνική γλώσσα όπως φανταζόταν ότι ομιλείτο το 17ο αιώνα (στην πραγματικότητα έμοιαζε πολύ περισσότερο με τα πολωνικά του 19ου αιώνα). Στο μυθιστόρημα Τεύτονες Ιππότες, είχε τους χαρακτήρες του να μιλάνε μία παραλλαγή των μεσαιωνικών Πολωνικών την οποία αναδημιούργησε εν μέρει χρησιμοποιώντας αρχαϊκές εκφράσεις που ήταν τότε ακόμα κοινές στα όρη της Νότιας Πολωνίας.Η ζωή του
Χένρικ Σιενκιέβιτς
Ο Σιενκιέβιτς γεννήθηκε στη Wola Okrzejska, ένα χωριό της ανατολικής Πολωνίας, που εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ήταν μία φτωχή οικογένεια ευγενών που από τη μεριά του πατέρα του κρατούσε από τους Τατάρους που είχαν εγκατασταθεί στη Λιθουανία[2]. Η οικογένειά του χρησιμοποιούσε το οικόσημο των Oszyk. Οι γονείς του ήταν ο Józef Sienkiewicz (1813–1896) και η Stefania (το γένος Cieciszowska), (1820–1873). Η Wola Okrzejska ανήκε στη Felicjana Cieciszowska, γιαγιά του συγγραφέα (από τη μεριά της μητέρας του). Ο Σιενκιέβιτς βαπτίστηκε στο κοντινό χωριό Okrzeja σε μία εκκλησία που είχε ιδρύσει η προγιαγιά του. Η οικογένειά του μετακόμισε αρκετές φορές και τελικά εγκαταστάθηκε στη Βαρσοβία το 1861.
Τα παιδικά του χρόνια ο Σιενκιέβιτς τα πέρασε πολύ κοντά στη φύση. Έτσι αναπτύχθηκε μέσα του η αγάπη για τη γη της πατρίδας του, η οποία διαφαίνεται αργότερα σε όλα του σχεδόν τα βιβλία. Το 1858 ξεκίνησε να πηγαίνει σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη Βαρσοβία. Δεν έπαιρνε πολύ καλούς βαθμούς αλλά ήταν καλός στις ελεύθερες τέχνες. Ένα γεγονός που συνέβη όταν ήταν ακόμα έφηβος τον επηρέασε πολύ και στάθηκε αφορμή να πάρει η σταδιοδρομία του τον δρόμο που πήρε. Μόλις είχε κλείσει τα 17 του χρόνια όταν στη σκλαβωμένη Πολωνία ξέσπασε το 1863 μία μικρή επανάσταση που βάσταξε ένα μόλις χρόνο. Υπήρξε όμως αρκετή για να επηρεάσει το νεαρό Σιένκεβιτς τόσο στα αισθήματά του όσο και στο γράψιμό του. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης εκείνη την εποχή, ο Σιενκιέβιτς σε ηλικία 19 ετών έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε μία οικογένεια στο Πλονσκ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έγραψε πιθανότατα το πρώτο του μυθιστόρημα, Ofiara (Θύμα), και τελείωσε τα μαθήματά του στο σχολείο παίρνοντας το απολυτήριο του σχολείου το 1866. Σύμφωνα με τις επιθυμίες των γονιών του, πέρασε τις εξετάσεις για το ιατρικό τμήμα του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Μετά από λίγο καιρό τα παράτησε για να σπουδάσει νομική και μετά κατέληξε στο Ινστιτούτο Φιλολογίας και Ιστορίας, όπου απέκτησε βαθιά γνώση της λογοτεχνίας και των παλαιών πολωνικών. Το 1867 έκανε την πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια γράφοντας το ομοιοκατάληκτο έργο Sielanka Młodości, το οποίο έστειλε για δημοσίευση στο εβδομαδιαίο έντυπο Tygodnik Ilustrowany αλλά απορρίφθηκε. Το 1869 ο Σιενκιέβιτς έκανε το ντεμπούτο του ως δημοσιογράφος. Το Przegląd Tygodniowy δημοσίευσε την κριτική του σε ένα θεατρικό έργο και το Tygodnik Ilustrowany δημοσίευσε το δοκίμιό του για τον Mikołaj Sęp-Sarzyński. Ο Σιενκιέβιτς έγραψε επίσης για τα έντυπα Gazeta Polska και Niwa με το ψευδώνυμο Litwos. Το 1873 άρχισε να γράφει στη Gazeta Polska τη στήλη "Bez tytułu" (Χωρίς Τίτλο) και το 1875 τη σειρά "Chwila obecna" (Η Παρούσα Στιγμή), ενώ το 1874 ανέλαβε το λογοτεχνικό κομμάτι του Niwa.
Έγραψε το μυθιστόρημα Na marne (Επί Ματαίω, 1871) και στη συνέχεια τα Humoreski z teki Woroszyłły, Stary Sługa (1875), Hania (1876) και Selim Mirza (1877). Τα τρία τελευταία έργα αναφέρονται ως η Μικρή Τριλογία. Ο Σιενκιέβιτς επισκέφθηκε επίσης τη συγγραφέα Jadwiga Łuszczewska (γνωστή ως "Διοτίμα") και την ηθοποιό Helena Modrzejewska, των οποίων οι δείπνοι ήταν πολύ δημοφιλείς.
Το 1876 πήγε στις Η.Π.Α. μαζί με την Helena Modrzejewska. Έμεινε για αρκετό καιρό στην Καλιφόρνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έγραψε το Listy z podróży (Γράμματα Από Ένα Ταξίδι), το οποίο δημοσιεύθηκε στην Gazeta Polska και έτυχε ευρείας αναγνώρισης. Έγραψε επίσης το Szkice węglem (Σχέδια με Κάρβουνο) το 1877. Το ταξίδι στις Η.Π.Α. τον ενέπνευσε να γράψει τα έργα: Komedia z pomyłek (Μια Κωμωδία Παρεξηγήσεων, 1878), Przez stepy (1879), W krainie złota (1880), Za chlebem (Για Ψωμί, 1880), Latarnik (Φαροφύλακας,1881), Wspomnienia z Maripozy (1882), και Sachem (1883).
Το 1878 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς επέστρεψε στην Ευρώπη. Πρώτα έμεινε στο Λονδίνο και στη συνέχεια πήγε στο Παρίσι για ένα χρόνο. Στη Γαλλία είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί με μία νέα τάση στη λογοτεχνία, το νατουραλισμό. Στο άρθρο "Z Paryża" (Από το Παρίσι), που έγραψε το 1879, εξέφρασε θετική γνώμη γι' αυτήν την τάση. Δήλωσε ότι "για ένα μυθιστόρημα, ο νατουραλισμός ήταν στην πραγματικότητα ένα λαμπρό, απαραίτητο και ίσως το μόνο βήμα προς τα εμπρός". Δύο χρόνια αργότερα άλλαξε γνώμη και τήρησε πιο επικριτική τάση έναντι αυτού του κινήματος. Εξέφρασε τις απόψεις του σχετικά με το νατουραλισμό και τη συγγραφή σε γενικές γραμμές στα παρακάτω δημοσιευμένα έργα: O naturaliźmie w powieści (Ο Νατουραλισμός στο Μυθιστόρημα, 1881), O powieści historycznej (Ιστορικό Μυθιστόρημα, 1889), και Listy o Zoli (Γράμματα σχετικά με τον Ζολά, 1893).
Η παραμονή του στην Αμερική και η δημοσίευση των επιστολών του στις πολωνικές εφημερίδες είχε ως αποτέλεσμα την εθνική αναγνώριση και ενδιαφέρον. Ο Bolesław Prus στο άρθρο του με τίτλο "Co p. Sienkiewicz wyrabia z piękniejszą połową Warszawy", που δημοσιεύθηκε στην Kurier Warszawski το 1880, αποτύπωσε πολύ καλά τη δημοτικότητα του συγγραφέα: "Όταν επέστρεψε από την Αμερική, σχεδόν κάθε κυρία περνούσε τους ψηλούς και όμορφους άνδρες για τον Σιενκιέβιτς. (...) Τελικά, όταν παρατήρησα ότι κάθε άνδρας είχε μαλλιά σαν του Σιενκιέβιτς και όλοι οι νέοι άνδρες, ένας προς έναν, άφησαν ένα βασιλικό γένι και προσπάθησαν να έχουν ένα αγαλματένιο και μελαψό πρόσωπο, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να τον συναντήσω προσωπικά. (...) Από τη γωνία όπου κάθομαι, μπορώ να δω ότι ο χώρος είναι γεμάτος σχεδόν αποκλειστικά από το ωραίο φύλο. Μερικοί άνδρες, οι οποίοι ήταν εκεί για να διασκεδάσουν τις κυρίες ή για να γράψουν αναφορές, πέρασαν τόσο χρόνο στην παρέα των γυναικών ώστε άρχισαν να μιλούν στο θηλυκό γένος.
Το 1879, ο Σιενκιέβιτς έδωσε μία διάλεξη στο Λβιβ με τίτλο "Z Nowego Jorku do Kalifornii" (Από τη Νέα Υόρκη στην Καλιφόρνια). Έγραψε επίσης το θεατρικό έργο Na jedną kartę (Μία Μόνο Σελίδα), το οποίο ανέβηκε στο Λβιβ και στη Βαρσοβία (1879-1881). Το 1880, στο ξενοδοχείο Bazar στο Πόζναν, ανάγνωσε το μυθιστόρημα Za chlebem (Για Ψωμί), και την ίδια χρονιά έγραψε την ιστορική νουβέλα Niewola tatarska (Οι Αιχμάλωτοι των Τατάρων) και άρχισε να δουλεύει πάνω σ' ένα άλλο ιστορικό μυθιστόρημα, το Ogniem i Mieczem (Δια Πυρός και Σιδήρου).
Στις 18 Αυγούστου 1881 παντρεύτηκε τη Maria Szetkiewicz, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά: τον Henryk Józef και την Jadwiga Maria. Ωστόσο ο γάμος δεν κράτησε πολύ, επειδή η σύζυγός του πέθανε στις 18 Αυγούστου 1885.
Το 1882 ο Σιενκιέβιτς συνεργάστηκε με την ημερήσια συντηρητική εφημερίδα Słowo ως αρχισυντάκτης. Στην εφημερίδα αυτή δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, από τις 2 Μαΐου 1883 έως την 1η Μαρτίου 1884, το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε ταυτόχρονα και στην εφημερίδα της Κρακοβίας, Czas.
Το Δια Πυρός και Σιδήρου έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τους αναγνώστες (όπως και τα επόμενα δύο έργα της Τριλογίας). Πολλοί αναγνώστες έγραψαν στον Σιενκιέβιτς, ζητώντας πληροφορίες για τις επόμενες περιπέτειες των αγαπημένων τους χαρακτήρων. Το 1879 ένας δρόμος στο Ζμπάραζ της Ουκρανίας (ένα από τα μέρη όπου λαμβάνει χώρα η πλοκή του Δια Πυρός και Σιδήρου) πήρε το όνομα του Σιενκιέβιτς. Το 1900 οι πολίτες της πόλης δεν επέτρεψαν οικοδομικές εργασίες στα εδάφη της εκκλησίας, πιστεύοντας ότι ήταν ο τόπος όπου θάφτηκε ο Λόνγκιν (ένας από τους φανταστικούς χαρακτήρες του Δια Πυρός και Σιδήρου). Το μυθιστόρημα έχει επίσης προσαρμοστεί για τη σκηνή. Το 1884 ο Jacek Malczewski πραγματοποίησε έκθεση ζωντανών πινάκων εμπνευσμένων από το Δια Πυρός και Σιδήρου. Το μυθιστόρημα δέχθηκε και αρνητικές κριτικές καθώς επισημάνθηκε, όχι άδικα, ότι μερικά από τα ιστορικά στοιχεία και γεγονότα έχουν διαστρεβλωθεί.
Ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε να γράφει το δεύτερο μέρος της Τριλογίας του, με τίτλο Potop (Ο Κατακλυσμός). Σύμφωνα με τον συγγραφέα, ο τίτλος παραπέμπει στη μάζα των ανθρώπων που προσπαθούσαν να σταματήσουν τη σουηδική εισβολή. Ο Κατακλυσμός δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Słowo από τις 23 Δεκεμβρίου 1884 έως τις 2 Σεπτεμβρίου 1886. Το μυθιστόρημα έγινε γρήγορα best-seller και εδραίωσε τη θέση του Σιενκιέβιτς στην κοινωνία. Ενώ ο Σιενκιέβιτς έγραφε τον Κατακλυσμό, η σύζυγός του, Maria Szetkiewicz, πέθανε από φυματίωση και γι' αυτό ήταν μία δύσκολη εποχή για τον συγγραφέα. Μετά το θάνατο της Μαρίας, ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Κωνσταντινούπολη (μέσω Βουκουρεστίου και Βάρνας) απ' όπου έγραφε αναφορές. Μετά την επιστροφή του στη Βαρσοβία, έκανε την εμφάνισή του το τρίτο μέρος της Τριλογίας, ο Pan Wołodyjowski (Παν Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι). Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε στη Słowo από το Μάιο του 1887 έως το Μάιο του 1888 και γυρίστηκε σε ταινία το 1968.
Η Τριλογία έκανε τον Χένρικ Σιενκιέβιτς τον πιο πολυδιαβασμένο και γνωστό Πολωνό μυθιστοριογράφο. Ο συγγραφέας Stefan Żeromski έγραψε στα Ημερολόγιά του: "Στην περιοχή του Σάντομιερζ έγινα ο ίδιος μάρτυρας του γεγονότος ότι όλοι, ακόμα κι εκείνοι που συνήθως δεν διαβάζουν, ρωτούσαν για τον Κατακλυσμό". Ο Σιενκιέβιτς έλαβε, ως αναγνώριση των επιτευγμάτων του, 15.000 ρούβλια από έναν άγνωστο θαυμαστή, ο οποίος υπέγραψε ως Μιχαήλ Βολοντυγιόφσκι (όνομα χαρακτήρα της Τριλογίας). Ο συγγραφέας χρησιμοποίησε αυτά τα χρήματα για να ανοίξει ένα ταμείο υποτροφιών (στο όνομα της συζύγου του), που απευθυνόταν σε καλλιτέχνες που έπασχαν από φυματίωση.
Το 1888 ο Σιενκιέβιτς πήγε στην Ισπανία. Το 1890 συμμετείχε στη διοργάνωση του Έτους του Μιτσκιέβιτς. Στα τέλη του 1890 πήγε στην Αφρική, γεγονός που απέφερε τη συγγραφή του Listy z Afryki (Γράμματα από την Αφρική). Το 1891 εκδόθηκε σε βιβλίο το μυθιστόρημα Bez dogmatu (Χωρίς Δόγμα), που είναι μία ψυχολογική έρευνα της ζωής του 19ου αιώνα. Νωρίτερα, από το 1889 έως το 1890, το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στη Słowo. Το 1892 ο Σιενκιέβιτς υπέγραψε συμφωνία για άλλο ένα μυθιστόρημα, το Rodzina Połanieckich (Τα Παιδιά του Δρόμου), το οποίο τυπώθηκε σε βιβλίο το 1895 και είχε κι αυτό ψυχολογικό περιεχόμενο.
Το 1893 ο Σιενκιέβιτς ξεκίνησε προετοιμασίες για το επόμενο μυθιστόρημά του, το Quo Vadis (Κβο Βάντις, στα ελληνικά σημαίνει "που πηγαίνεις"). Η περίοδος εκείνη συνδέθηκε με την εντατική δουλειά του σε διάφορα μυθιστορήματα. Η Maria Romanowska, θετή κόρη ενός πλούσιου από την Οδησσό ονόματι Wołodkowicz, μπήκε στη ζωή του συγγραφέα και στις 11 Νοεμβρίου 1893 παντρεύτηκαν, αλλά σύντομα η νύφη άφησε τον συγγραφέα και ο Σιενκιέβιτς έλαβε την παπική έγκριση για τη διάλυση του γάμου.
Το καλοκαίρι του 1894, στο Ζακόπανε, ο Σιενκιέβιτς παρουσίασε κάποια αποσπάσματα από το νέο του μυθιστόρημα Krzyżacy (Τεύτονες Ιππότες), το οποίο μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο το 1960. Το Φεβρουάριο του 1895 έγραψε τα πρώτα κεφάλαια του Κβο Βάντις, για τα οποία είχε συλλέξει υλικό από το 1893, με θέμα τις πρώτες μέρες του Χριστιανισμού, όταν στη Ρώμη βασίλευε ο Νέρων. Το μυθιστόρημα άρχισε να δημοσιεύεται το Μάρτιο του 1895 σε διάφορες πολωνικές εφημερίδες: Gazeta Polska στη Βαρσοβία, Czas στην Κρακοβία και Dziennik Poznański στο Πόζναν. Η δημοσίευση σταμάτησε στα τέλη του Φεβρουαρίου του 1896 και γρήγορα ακολούθησε η έκδοση του μυθιστορήματος σε βιβλίο. Το μυθιστόρημα έγινε εξαιρετικά δημοφιλές σε όλη την Ευρώπη. Μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων στα αραβικά και στα ιαπωνικά. Η δημοτικότητα του Κβο Βάντις εκείνη την εποχή υποστηρίχθηκε και από το γεγονός ότι στα άλογα που συμμετείχαν στο Grand Prix στο Παρίσι δόθηκαν ονόματα χαρακτήρων από το βιβλίο. Το μυθιστόρημα επανειλημμένα μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή και στον κινηματογράφο.
Το 1900 το πολωνικό κράτος δώρισε στον Σιενκιέβιτς ένα κτήμα ως αναγνώριση του καλλιτεχνικού του έργου. Την ίδια χρονιά, του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από το Πανεπιστήμιο της Κρακοβίας.
Ο Σιενκιέβιτς αναμείχθηκε σε διάφορα κοινωνικά θέματα. Το 1901 έκανε μία έκκληση για τα παιδιά στη Βζέσνια. Το 1906 κάλεσε τους συμπατριώτες του στις Η.Π.Α. να βοηθήσουν τον κόσμο που πεινούσε στο Βασίλειο της Πολωνίας.
Εν τω μεταξύ, το 1904, παντρεύτηκε την ανιψιά του, Maria Babska, και το 1905 κέρδισε βραβείο Νόμπελ για τα επιτεύγματά του ως επικός συγγραφέας. Συχνά λέγεται λανθασμένα ότι ο Σιενκιέβιτς έλαβε βραβείο Νόμπελ για το Κβο Βάντις ενώ στην πραγματικότητα το έλαβε "για την εξαιρετική αξία του ως επικός συγγραφέας", αν και το Κβο Βάντις τού έφερε ίσως την ευρύτερη διεθνή αναγνώριση[3]. Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια της απονομής, ο Σιενκιέβιτς είπε ότι η τιμή ήταν ιδιαίτερα πολύτιμη για έναν γιο της Πολωνίας, λέγοντας: "Ανακοινώθηκε ο θάνατός της -αλλά εδώ είναι μία απόδειξη ότι ζει ακόμα. Ανακοινώθηκε η ήττα της - και εδώ είναι η απόδειξη ότι είναι νικήτρια."
Στη συνέχεια έγραψε το μυθιστόρημα Na polu chwały (Στο Πεδίο της Δόξας), το οποίο προοριζόταν ως η αρχή μίας τριλογίας. Το 1910 ένα άλλο μυθιστόρημα, με τίτλο W pustyni i w puszczy (Στην Ερημιά και τον Αγριότοπο), δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Kurier Warszawski.
Μετά το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο Σιενκιέβιτς έφυγε για την Ελβετία, όπου μαζί με τον πιανίστα και μετέπειτα πρωθυπουργό της Πολωνίας, Ιγνάτιο Παντερέφσκι, ίδρυσαν μία επιτροπή αρωγής των θυμάτων του πολέμου. Στις 15 Νοεμβρίου 1916 ο Χένρικ Σιενκιέβιτς απεβίωσε στο Βεβέ της Ελβετίας όπου και θάφτηκε. Το 1924, αφού η Πολωνία ανέκτησε την ανεξαρτησία της, οι στάχτες του συγγραφέα επαναπατρίστηκαν στη Βαρσοβία και τοποθετήθηκαν στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού.
Ο Σιενκιέβιτς ήταν ιππότης της γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής.
Κριτική Ο Χένρικ Σιενκιέβιτς είδε τη χώρα του να δυστυχεί και να στενάζει κάτω από το βάρος του κατακτητή, και τα βιβλία του ήταν ένας αντίλαλος της απεγνωσμένης φωνής της ξεχασμένης Πολωνίας. Ξεπέρασε τα σύνορα της πατρίδας του και ακούστηκε σε όλο τον κόσμο. Τα έργα του διαβάστηκαν παντού και συνέτειναν όχι μόνο στο να γίνει ο ίδιος διάσημος αλλά και να θυμηθεί ο κόσμος πως υπήρχε ακόμα μία Πολωνία.
Ο Σιενκιέβιτς βρίσκεται στην πρώτη σειρά των Ευρωπαίων μυθιστοριογράφων ως αυθεντία στο ιστορικό αισθηματικό διήγημα. Ήταν επίσης από τους πρώτους Πολωνούς συγγραφείς που καταπιάστηκε με βουκολικά θέματα. Είχε μεγάλη ευστροφία στο γράψιμό του και τα κατάφερνε εξίσου περίφημα με τα μικρά ή μεγάλα διηγήματα, και τα κοινωνικά ή ιστορικά μυθιστορήματα. Επίσης, τα γράμματα που έστειλε από την Αμερική και την Αφρική συγκαταλέγονταν ανάμεσα στα καλύτερα ταξιδιωτικά βιβλία.
Οι πατριωτικές προσπάθειες του Σιενκιέβιτς τον έκαναν να κερδίσει μία εξέχουσα θέση στις καρδιές των συμπατριωτών του. Αυτόν διάλεξαν για αντιπρόσωπό τους και μοναδικό εκφραστή των εθνικών τους πόθων, όταν η Πολωνία ήταν κάτω από την κυριαρχία της Ρωσίας, Πρωσίας και Αυστρίας. Με ανοιχτές επιστολές έκανε έκκληση σ' όλο τον κόσμο να βοηθήσουν την πατρίδα του που υπέφερε τα πάνδεινα από τους δυνάστες της, και απευθυνόταν σε όλες τις κυβερνήσεις της Ευρώπης και τους μεγάλους πολιτικούς ζητώντας τους να σταματήσουν τις αδικίες και τα μαρτύρια που διαπράττονταν στην Πολωνία[4].Πηγή: BΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΑΝΤΑΜ ΜΙΤΣΚΙΕΒΙΤΣ από τον Παντελή Μπουκάλα

Ο Άνταμ Μπέρναρντ Μιτσκιέβιτς (Adam Bernard Mickiewicz, Ζαόσιε, Νάβαχρουντακ, Ρωσική Αυτοκρατορία, 24 Δεκεμβρίου 1798Κωνσταντινούπολη, 26 Νοεμβρίου 1855) ήταν Πολωνός συγγραφέας και εθνικός ποιητής της Πολωνίας. 
Τα πρώτα χρόνια

Γιος του αριστοκράτη Μικολάι Μιτσκιέβιτς, δικηγόρου από το Νόβγκοροντ, μιας μικρής πόλης στη σημερινή Λευκορωσία κατοικημένης κυρίως από Πολωνούς, κατεχομένης τότε από τη Ρωσική Αυτοκρατορία. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Σχολείο των Δομινικανών και μετά φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Βίλνιους. Το 1817 συμμετείχε στη δημιουργία της πατριωτικής οργάνωσης των Φιλαρέτων, όπου έγραψε και το ποίημα «Ωδή στη νεότητα» το 1820. Μετά το πέρας των σπουδών του εργάστηκε ως δάσκαλος στο Πανεπιστήμιο του Κάουνας (18191823). Το 1822 γράφει το έργο "Οι Πρόγονοι" (Dziady), ένα είδος ρομαντικού δράματος, όπου συνδυάζει τη λαϊκή παράδοση και μια έμμονη προσήλωση στην υπόθεση της πολωνικής εθνικής απελευθέρωσης.
Το 1823 διώχτηκε για τη συμμετοχή του στους «Φιλαρέτους» και αναγκάστηκε σε εξορία από την Πολωνία στη Ρωσία και συγκεκριμένα στην Αγία Πετρούπολη. Το 1829 στην Πετρούπολη ήρθε σε επαφή με εκπροσώπους του κινήματος των Δεκεμβριστών και συγκεκριμένα με τους Κονσταντίν Ρίλεβ και Αλεξάντερ Μπεστούζεβ. Στην Αγία Πετρούπολη γνωρίστηκε και με το μεγάλο Ρώσο ποιητή Αλεξάντερ Σεργκιέβιτς Πούσκιν. Το 1829 έφυγε από τη Ρωσία.
Από την εξορία μέχρι το θάνατό του Μετά από μια περιπλάνηση σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ο Μιτσκιέβιτς εγκαταστάθηκε το 1832 στη Γαλλία, όπου ήρθε σε επαφή με Πολωνούς πατριώτες που ζούσαν εξόριστοι στο Παρίσι, καταδιωκόμενοι από το τσαρικό καθεστώς για τη συμμετοχή τους στην Εξέγερση του 1831. Από το 1839 και για ένα χρόνο δίδαξε λατινικά στη Λοζάνη, ενώ την ίδια περίοδο ασχολήθηκε με τη συγγραφή πολιτικών κειμένων. Το 1840 διορίζεται καθηγητής Σλαβικής Φιλολογίας στο Γαλλικό Κολέγιο του Παρισιού. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με τον Αντζέι Τοβιάνσκι (Andrezej Towianski), Πολωνό φιλόσοφο, μυστικιστή και ψευδοπροφήτη.Οι σχέσεις με τον Τοβιάνσκι έγιναν η αιτία απόλυσής του από το Κολέγιο το 1845.
Μνημείο του Άνταμ Μιτσκιέβιτς στην Κρακοβία Ιούλιος 2010
Το 1855 ο Μιτσκιέβιτς αφήνει το Παρίσι. Πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη με σκοπό τη δημιουργία Λεγεώνων για να βοηθήσει τους Γάλλους και τους Άγγλους που μάχονταν εναντίον της Ρωσίας στον Κριμαϊκό Πόλεμο. Κατά την παραμονή του στην οθωμανική πρωτεύουσα ασθένησε από χολέρα. Τα τελευταία του λόγια που μας μεταφέρει ο φίλος του Σλουζάλσκι ήταν: «Είθε να αγαπούν αλλήλους για πάντα». Η σωρός του Μιτσκιέβιτς μεταφέρθηκε αρχικά από την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι και το 1890 στην Κρακοβία, όπου φυλάσσεται σε ειδική κρύπτη στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Στανισλάου και Βεγκεσλάου στο κάστρο Βάβελ, όπου αναπαύονται και οι βασιλείς της πατρίδας του της περιόδου της Πολωνο-Λιθουανικής Συμπολιτείας. Πηγή: ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς!
Θα πρέπει να ’πιασε στο βλέμμα μου ή στον τόνο της φωνής μου κάτι σαν επιφύλαξη ή δυσπιστία, κι έδωσε την απάντησή του επιθετικά κι απότομα· άλλη φορά, κοντά ένα μήνα που δούλευε στο σπίτι, σοβάδες, μπογιές, μερεμέτια, δεν είχε μιλήσει έτσι.
Παιδευόμουν με τις διορθώσεις κάποιου βιβλίου –ποιο, δεν θυμάμαι. Τρεις φορές αναφερόταν το όνομα του ποιητή, τρεις και οι εκδοχές της γραφής του στα ελληνικά, είναι γνωστός άλλωστε ο δαίμονας αυτός των μεταφραστηρίων, γνωστός κι επίμονος. Μίτσκεβιτς, Μίτσκιεβις και Μίκιεβιτς λοιπόν, αυτές τις εκδοχές πρόσφερε η μεταφραστική γραφίδα, αναποφάσιστη ή απλώς νωχελική. Και πώς ν’ αποφασίσεις τώρα, ποιον τρόπο άλλον να βρεις για να διαλέξεις εκτός από το κορόνα-γράμματα.
Ο Στέφανος, ο μάστορας, δεν έχει τρία ονόματα. Δύο μόνο, Στεπάν — το δικό του, του τόπου του. Και Στέφανος — το καινούργιο, της ξενιτιάς, ν’ ακούγεται οικείο στ’ αυτιά μας, να μην ξενίζει, κατά την εξελληνιστική συνήθεια που κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στη συνήθεια των ξενιτεμένων Ελλήνων να μικραίνουν ή να εξαγγλίζουν το δικό τους όνομα.
«Πώς τον λένε τον εθνικό σας ποιητή;», τον ρώτησα με τα πολλά, με τη σκέψη πως ένας αυτήκοος μάρτυρας είναι ασφαλέστερος από μια εγκυκλοπαίδεια, που τα λήμματά της για ξένους, μάλλον ξένα θα ’ναι κι αυτά, μεταφρασμένα. Να υπέθεσε ότι τσεκάριζα τις γνώσεις του; Να πίστεψε πως ήθελα να τον τσιγκλήσω άλλη μια φορά για τη γλώσσα του και τα σύμφωνά της που δεν εκτελωνίζονται και δεν περνούν τα σύνορά μας, όπως είχα κάνει δυο βδομάδες πριν, όταν είχαμε πέσει σε κουβέντα για το πώς λέγεται στ’ αλήθεια ο Κριστόφ Βαζέχα του Παναθηναϊκού, πώς έγινε Βαζέχα ο Warzycha; Να θύμωσε στην ιδέα ότι τον ρωτάω βέβαιος κατά βάθος πως δεν θα λάβω απάντηση; Ό,τι και να ’ταν, μου απάντησε με τον ίδιο περήφανο θυμό που θ’ απαντούσε και κάποιος από μας αν τον ρωτούσε ξένος για το όνομα του εθνικού μας ποιητή.
— Μίτσκιεβιτς! Άνταμ Μίτσκιεβιτς! Τόσα βιβλία εδώ, δεν τον λένε;
Ντροπιάστηκα. Ντροπιάστηκα που κάτι πάνω μου του έδωσε την εντύπωση πως τον είχα υποτιμήσει. Κάτι αυθόρμητο, υποθέτω, αλλά το ξέρουμε δα πόσο άγριος φυλετιστής είναι ο αυθορμητισμός. «Αυθόρμητα», υποθέτουμε ότι ένας μπογιατζής (Έλληνας ή ξένος, η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν χωρούν διαφορές) είναι μόνο μπογιατζής, γεννημένος μπογιατζήςς. «Αυθόρμητα» επίσης, και για να τηρούνται οι αποστάσεις, το πάνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, εμείς οι ένδημοι δεν μαθαίνουμε ούτε μισή λέξη από τη γλώσσα των ξένων που μπαίνουν στη δούλεψή μας περιστασιακά, για μισό ή έναν μήνα, ή και μόνιμα σχεδόν· ένα «μιρουφπάσιμ» μοναχά μπορώ να ανακαλέσω, τον αλβανικό χαιρετισμό, αλλά κι αυτόν τον δανείστηκα από τον κινηματογράφο, δεν τον απέσπασα από τις τόσες μου επαφές με Αλβανούς, δεν ζήτησα να μου τον πούν και να τον μάθω. Ο μικρός πάντως έχει φέρει από τα γηπεδάκια της γειτονιάς κι από την αυλή του σχολείου κάμποσες ξένες λέξεις· «κοσμητικές» είναι οι περισσότερες, από αυτές που βγαίνουν πάνω στην τσαντίλα ή στο πείραγμα, αλλά είναι ένα βήμα. Κι οι ξένοι μας άλλωστε, με τα «κοσμητικά» μας αρχίζουν να μετέχουν στην παιδεία μας, είτε καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές είναι είτε ανειδίκευτοι της οικοδομής.
Άνοιξα λοιπόν τα βιβλία, εγκυκλοπαίδειες και ανθολογίες (κι εκεί ο ίδιος διχασμός στην απόδοση του ονόματος, ο ίδιος δαίμονας), αυτοτιμωρητικά μάλλον παρά για να επιβεβαιώσω την ορθή απόδοση του ονόματος ή για να φρεσκάρω τα λίγα, τα ελάχιστα που θυμόμουν για τον Άνταμ Μπέρναρντ Μίτσκιεβιτς, πως δηλαδή υπήρξε τέκνο του Διαφωτισμού κι αυτός, ο μεγαλύτερος ρομαντικός ποιητής της Πολωνίας και πρωτεργάτης της ιδέας του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος της πατρίδας του. Ντροπή πάνω στην ντροπή, συνειδητοποίησα πως όφειλα να θυμάμαι περισσότερα, και μόνο λόγω μιας ευλογημένης σύμπτωσης: Ο Μίτσικιεβιτς, γιος ευγενούς που είχε πτωχεύσει, γεννήθηκε το 1798, τη χρονιά δηλαδή που γεννήθηκε και ο δικός μας εθνικός ποιητής, ο δικός μας κόντες. Και πέθανε το 1855, από τη χολέρα που τον χτύπησε στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, δύο χρόνια πριν πεθάνει ο Διονύσιος Σολωμός.
Στίχους πολλούς δικούς του, μεταφρασμένους στα ελληνικά, δεν βρήκα. Λίγοι είναι, μαζί με το ποίημα «Η Λιτανεία των προσφύγων», μεταφρασμένο από τον Τάκη Μπαρλά. Τους έδειξα στον Στεπάν, στον Γιούρι, στον Γιάτσεκ, στον Κριστόφ, στον Άνταμ, κάπως σαν αίτηση συγγνώμης:

«Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Όλων των στρατιωτών θυμήσου το αίμα, που πέσανε στον πόλεμο για την ελευθερία και την πίστη.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Θυμήσου τις πληγές, τα δάκρυα και τους πόνους όλων των αιχμαλώτων, όλων των εξορίστων και των Πολωνών προσφύγων.
Και λύτρωσέ μας, Κύριε.
Δώσε μας τον παγκόσμιο πόλεμο για την ελευθερία των λαών.
Δεόμεθά σου, Κύριε.»
Κύριε;
Παντελής Μπουκάλας, «Η λιτανεία των προσφύγων», περ. Η λέξη, τχ. 184 (Απρ.-Ιούν. 2005) 194-195

Γιούλιους Σλοβάτσκι και Ζιγκμουντ Κρασίνσκι. Από τον Κώστα τον Πολωνό

Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι (Juliusz Słowacki, 4 Σεπτεμβρίου 18093 Απριλίου 1849) ήταν Πολωνός ποιητής και δραματουργός. Ανήκει μαζί με τον Άνταμ Μιτσκιέβιτς και τον Ζίγκμουντ Κρασίνσκι στην τριάδα των βάρδων του Πολωνικού Ρομαντισμού.
Ζωή και δράση

Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι γεννήθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου 1809 στο Κζεμιένετς (Krzemieniec) της Βολυνίας, περιοχής της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που ανήκει σήμερα στην Ουκρανία. Γιος ακαδημαϊκού δασκάλου, ο Σλοβάτσκι σπούδασε στη Βίλνα της Λιθουανίας έως το 1829, οπότε αποφάσισε να σταδιοδρομήσει ως δημόσιος υπάλληλος και προσλήφθηκε στο Υπουργείο Οικονομικών στη Βαρσοβία.
Το Νοέμβριο του 1830, οι Πολωνοί επαναστάτησαν εναντίον της ρωσικής κατοχής. Κατά την περίοδο αυτή, η εθνική ιστορία εξυμνήθηκε με ιστορικά πατριωτικά τραγούδια. Το πολωνικό πνεύμα αναπτερώθηκε και ο πολωνικός πνευματικός πολιτισμός εξαπλώθηκε πέρα από τα σύνορα της Πολωνίας. Οι ποιητές Κρασίνσκι, Σλοβάτσκι και Άνταμ Μιτσκιέβιτς διατήρησαν αμείωτο και φλογερό το εθνικό αίσθημα.
Μετά την επανάσταση, ο Σλοβάτσκι παραιτήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών και διορίστηκε διπλωματικός απεσταλμένος της επαναστατικής κυβέρνησης. Με την ιδιότητά του αυτή επισκέφθηκε τη Δρέσδη, το Παρίσι και το Λονδίνο, ενώ κατά τη περίοδο 1833 - 1835 βρισκόταν στην Ελβετία και ένα χρόνο αργότερα στην Ιταλία, όπου έγραψε το ερωτικό ειδύλλιο «Στην Ελβετία» (W Szwajcarii, 1839).
Στα 1836 - 1838 πραγματοποίησε ένα πολύμηνο ταξίδι στην Ιταλία, Ελλάδα, Αίγυπτο και Παλαιστίνη, που περιέγραψε στο αφηγηματικό επικό ποίημα «Ταξίδι στους Αγίους Τόπους από τη Νάπολη» (Podróż do Ziemi Świętej z Neapolu), το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του, το 1866.
Ο Γιούλιους Σλοβάτσκι πέρασε το μεγαλύτερο διάστημα της εξορίας του στο Παρίσι, ως πολιτικός πρόσφυγας. Η γαλλική πρωτεύουσα είχε γίνει κέντρο των Πολωνών πολιτικών προσφύγων μετά την ήττα της αποτυχημένης επανάστασης του 1830. Εκεί συνδέθηκε με φιλία με το συμπατριώτη του πιανίστα και συνθέτη Φρειδερίκο Σοπέν. Οι επιστολές που έγραψε από το Παρίσι στη μητέρα του θεωρούνται κλασικά κείμενα της πολωνικής λογοτεχνίας.
Ο Σλοβάτσκι πέθανε στο Παρίσι από φυματίωση σε ηλικία 39 ετών και τάφηκε στο Κοιμητήριο της Μονμάρτρης. Το 1927, όταν η Πολωνία είχε ήδη επανακτήσει την ανεξαρτησία της, η πολωνική κυβέρνηση επαναπάτρισε τα οστά του ποιητή και τα εναπόθεσε στην Κρύπτη του Αγίου Λεονάρδου στον Καθεδρικό Ναό του Βάβελ (Wawel) στην Κρακοβία.
Θέατρο και ποίηση
Ο Σλοβάτσκι, ως θεατρικός συγγραφέας, δέχθηκε επιρροές από τον Σαίξπηρ, την ελληνική και λατινική δραματουργία, τον Ισπανό Καλντερόν, το Λόρδο Βύρωνα και τις θεατρικές παραστάσεις που είχε παρακολουθήσει στο Παρίσι. Τα περισσότερα θεατρικά έργα του εκδόθηκαν ή ανέβηκαν στη σκηνή μετά το θάνατό του.
Στα κυριότερα θεατρικά έργα του, τα οποία εξακολουθούν να παίζονται και σήμερα στα πολωνικά θέατρα, περιλαμβάνονται: «Μπαλαντύνα» (Balladyna, 1835), «Μαζέπα» (Mazepa, 1840), «Λίλα Βενέντα» (Lila Weneda, 1840), «Φαντασία» (Fantazy, 1841). Στην τελευταία φάση της θεατρικής του δραστηριότητας, ο Σλοβάτσκι αναπτύσσει έναν ατομικιστικό σουρεαλισμό, όπως στα δράματά του: «Πατήρ Μάρκος» (Ksiądz Marek, 1843), «Το ασημένιο όνειρο της Σαλώμης» (Sen srebrny Salomei, 1844) και «Σάμουελ Ζμπορόφσκι» (Samuel Zborowski, 1845).
H ιστορικότητα της ποίησης του Σλοβάτσκι εκφράστηκε με πατριωτικό συναίσθημα στο εκτενές ποίημά του «Ο βασιλιάς-πνεύμα» (Krόl-Duch), το οποίο εκδόθηκε ημιτελές το 1847 και πλήρες το 1925.

Κρασίνσκι, Ζίγκμουντ (Zygmunt Krasinski, Παρίσι 1812 – 1859). Πολωνός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γενεύη. Από το 1829 έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του ταξιδεύοντας στην Ευρώπη. Στη Νάπολη (1838) γνώρισε την Ντελφίνα Ποτόσκα, η οποία του ενέπνευσε το ποίημα Αυγή (1843). Ενώ το ποιητικό έργο του Κ. (που κατά την περίοδο του ρομαντισμού είχε ασκήσει ισχυρή επίδραση στους συγχρόνους του) έχει περάσει στη λήθη, η δραματική του παραγωγή παρουσίασε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και κυρίως τα έργα του Nieboska Komedia (Η μη θεία κωμωδία, 1835) και Irydion (1836). Στην περιπέτεια του Ιρυδίωνα, του νεαρού Έλληνα ο οποίος ήθελε να καταστρέψει τη Ρώμη για να εκδικηθεί την υποδούλωση της πατρίδας του, είναι φανερός ο υπαινιγμός για την τραγική πραγματικότητα της Πολωνίας που καταπιεζόταν από τη Ρωσία. Η μη θεία κωμωδία, αντίθετα, φέρνει στη σκηνή τη σύγκρουση ενός επαναστατημένου λαού με την αριστοκρατία των ευγενών. Η πολυπλοκότητα των δραμάτων αυτών εμπόδισε για πολύ καιρό την παρουσίασή τους στο θέατρο, αφού αυτή έγινε πραγματικότητα μόλις στις αρχές του 20ού αι. Η θεωρητική τους όμως τοποθέτηση και η αμφιλεγόμενη πολιτικοκοινωνική τους σημασία εντάσσουν τα έργα αυτά ανάμεσα στα πιο αντιπροσωπευτικά του πολωνικού και του ευρωπαϊκού ρομαντισμού.

 Ενα από τα λυρικά επιτεύγματα του πολωνικού ρομαντισμού μεταφρασμένο στη γλώσσα μας

Ενα από τα κορυφαία επιτεύγματα του πολωνικού ρομαντισμού, το αλυτρωτικό ποίημα του Ιούλιου Σλοβάτσκι Ο Τάφος του Αγαμέμνονα, το οποίο ο δημιουργός του εμπνεύστηκε στη διάρκεια ενός προσκυνήματος στη Μεσόγειο, κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες στη γλώσσα μας. Ο φλογερός φιλέλληνας Σλοβάτσκι (Ξεμιένιετς 1809 - Παρίσι 1849), ένας από τους τρεις κορυφαίους ρομαντικούς βάρδους της πατρίδας του - οι άλλοι δύο: Ανταμ Μιτσκιέβιτς (1798-1855) και Ζίγκμουντ Κρασίνσκι (1812-1859) - ύστερα από μια σύντομη στάση στην Κέρκυρα και στην Πάτρα έφτασε στις Μυκήνες τον Σεπτέμβριο του 1836. Και τόσο εντυπωσιάστηκε από τα απομεινάρια του ένδοξου πολιτισμού ώστε συνέθεσε τον Τάφο του Αγαμέμνονα, όπου, αφού πλέκει το εγκώμιο της κλασικής Ελλάδας, καλεί την Πολωνία, που εκείνη την εποχή στενάζει διαμελισμένη κάτω από τον ζυγό Ρώσων, Αυστριακών και Πρώσων, να πάρει τα όπλα και ή να ελευθερωθεί ή να πεθάνει με τιμή, όπως οι Σπαρτιάτες του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες. Εκείνη (οι συμπατριώτες του, δηλαδή) συνεχίζει όμως να κωφεύει στα εθνεγερτήρια κελεύσματά του. Ετσι αναγκάζεται να την απαρνηθεί και γράφει στη σπαρακτική ακροτελεύτια στροφή του ποιήματός του: «Από τον πόνο ούρλιαξε και ρίξε το ανάθεμα στο γιο σου, / Ομως να ξέρεις πως το χέρι της κατάρας τ' απλωμένο / Πάνω μου, θα ζαβωθεί σαν ερπετό, / Κι από τους ώμους θα σου πέσει ξεραμένο, / Και στάχτη θα το κάνουνε οι μαύροι σατανάδες·/ Γιατί δεν έχεις δύναμη τ' ανάθεμα να ρίξεις - Σκλάβα εσύ!».


Ο Χουλιαράκης, που μεταφράζει απο το πολωνικό πρωτότυπο (δημοσιεύεται αντικριστά στην ελληνική απόδοση), δίνει στην εισαγωγή του αρκετές πληροφορίες για τη ζωή του Σλοβάτσκι και το κλίμα της εποχής, ενώ στο επίμετρό του αφηγείται μια άγνωστη εν πολλοίς συνάντησή του με τον Διονύσιο Σολωμό η οποία πραγματοποιήθηκε στην Κέρκυρα. Ο Σολωμός βρισκόταν τότε στη δίνη της δικαστικής διαμάχης κατά του ετεροθαλούς αδερφού του Ιωάννη Λεονταράκη και της μητέρας του, η οποία είχε συνταχθεί μαζί του και βυθισμένος στην κατάθλιψη είχε παραδοθεί στο πιοτό. Σύμφωνα με την όχι και τόσο κολακευτική εικόνα που μας δίνει ο Πολωνός, «ήταν φανερό πως τον έκαιγε μια εσωτερική φλόγα, ενώ εξωτερικά έτρεμε όπως ο ζελές». Πάντως και μετά την ατυχή εκείνη συνάντηση ο Σλοβάτσκι συνεχίζει να τον θαυμάζει απεριόριστα ως ποιητή και μάλιστα σε κατοπινούς στίχους του τον αποκαλεί «Πίνδαρο της σύγχρονης Ελλάδας». Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ

Η ΕΞΑΠΛΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΑΒΩΝ

Η εμφάνιση και η εξάπλωση των Αράβων
  Προς τα τέλη της βασιλείας του Ηράκλειου Α΄ εμφανίστηκαν στο ιστορικό  προσκήνιο οι 'Aραβες, ως ένας νέος, καταλυτικός παράγοντας, που επρόκειτο να επηρεάσει τις τύχες όλων των λαών της Μεσογείου. Τα χρόνια που ο Ηράκλειος νικούσε τους Πέρσες, ο προφήτης Μωάμεθ έβαζε τα θεμέλια για τη θρησκευτική και πολιτική ένωση των Αράβων. Υπό την ηγεσία του οι σκορπισμένες φυλές της αραβικής χερσονήσου βρήκαν συνοχή και ξεχύθηκαν να υποτάξουν τους "απίστους". 

Πρώτος στόχος τους τα δύο μεγάλα γειτονικά κράτη, το περσικό και το βυζαντινό. Η Περσία κατακτήθηκε σχεδόν αμέσως, ενώ το Βυζάντιο έχασε μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια τις ανατολικές επαρχίες του, τη Συρία το 636, την Παλαιστίνη το 638 και το 640/2 την Αίγυπτο. Η εξάπλωση των Αράβων στη βόρεια Αφρική περιόρισε το βυζαντινό κράτος στη Μικρά Ασία, τα Βαλκάνια και τις ιταλικές του κτήσεις. Οι 'Aραβες μετά την κατάκτηση της Αφρικής στράφηκαν εναντίον των ευρωπαϊκών εδαφών. Το 711 πέρασαν στην Ισπανία από το Γιβραλτάρ και άρχισαν να κατακτούν το βησιγοτθικό κράτος. Στη συνέχεια επιτέθηκαν στο κράτος των Φράγκων, η επέλασή τους όμως σταμάτησε όταν νικήθηκαν από τους Φράγκους, με αρχηγό τον Κάρολο Μαρτέλλο στη μάχη του Πουατιέ (ή μάχη της Τουρ) το 732. Η μάχη αυτή αποτελεί ορόσημο για την ευρωπαϊκή ιστορία γιατι σταμάτησε την αραβική επέλαση στην Ευρώπη. Την ίδια σημασία έχει και η νίκη του βυζαντινού αυτοκράτορα Λέοντα Γ επί των αράβων που πολιορκούσαν την Κωνσταντινούπολη το 718.Πηγή: http://kelliteacher.weebly.com