Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

10.11.15

H MAΘΗΤΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΤΣΟΥΚΑΡΑ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΚΑΛΔΑΡΑ

Φίλες και Φίλοι αγαπητοί συναθλητές της Μαραθώνιας διαδρομής κ.ο.μ. σας καλησπερίζω, δυστυχώς σ' αυτόν το Μαραθώνιο δεν συμετείχε ο Mr Pepos λόγω τραυματισμού, στη σημερινή ανάρτηση ακόμα ένας μουσικάνθρωπος από την πόλη των Τρικάλων, και το όνομα αυτού Απόστολος Καλδάρας. Το πιο κάτω κείμενο είναι της μαθήτριας Μαρίας Τσουκάρα και είναι ένα απόσπασμα από το δικό της πόνημα, Μαρία σ' ευχαριστώ. Με σεβασμό και Επικούρεια διάθεση ο Fuji Tomo Kazu.


Τσουκάρα Μαρία, μαθήτρια Γ΄ Γυμνασίου
Η «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού
Μάρκος Βαμβακάρης - Απόστολος Καλδάρας - Βασίλης Τσιτσάνης».

Ο Απόστολος Καλδάρας αποτελεί μία μοναδική περίπτωση για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ο μοναδικός συνθέτης που «έζησε» και υποστήριξε με γνησιότητα τις διαφορετικές περιόδους του λαϊκού τραγουδιού, που όχι μόνο εμπλούτισε με την παρουσία του και τη δημιουργία του, αλλά που στην ουσία συνδιαμόρφωσε μαζί με άλλους εμπνευσμένους προγενέστερους, σύγχρονους και μεταγενέστερους ομοτέχνους του.
Σε μία ομιλία του σε εκδήλωση στην κοινότητα Θρακομακεδόνων, με αφορμή τη συμπλήρωση πέντε ετών από το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε αναφερθεί στην «Αγία Τριάδα» του λαϊκού τραγουδιού, λέγοντας χαρακτηριστικά πως «πατριάρχης υπήρξε ο Μάρκος Βαμβακάρης, ενώ ισότιμα δεξιά του και αριστερά του στέκονται ο Απόστολος Καλδάρας και ο Βασίλης Τσιτσάνης».
Τι όμως είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους σύγχρονούς του και τον κάνει μοναδικό; Η απάντηση συνδέεται άμεσα με την πορεία και την προσφορά των άλλων δύο μελών της, κατά τον Λ. Παπαδόπουλο, «Αγίας Τριάδας». Ο Μ. Βαμβακάρης είναι αυτός που αναμφισβήτητα θεμελίωσε το αστικό λαϊκό τραγούδι, διαμόρφωσε τη φόρμα του και δημιούργησε τον καμβά μέσα από τη σύνθεση επιρροών που εμπεριέχουν στοιχεία από το βυζαντινό μέλος, το δημοτικό μοτίβο, τις καντάδες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως η μεγάλη τιμή ανήκει στον Μ. Βαμβακάρη. Η εσωτερική μετανάστευση οδηγεί στην αστικοποίηση μεγάλου αριθμού του πληθυσμού. Και από το 1922 και μετά η Αθήνα, ο Πειραιάς, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα περικυκλώνονται από προσφυγικούς συνοικισμούς. Το δημοτικό τραγούδι δεν μπορεί να εκφράσει τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων, την αποπνικτική ατμόσφαιρα, την απουσία ανοιχτού ορίζοντα που αναζητούν το δικό τους τρόπο έκφρασης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι το μουσικό ισοδύναμο των μαζών των αστικών κέντρων και ο Μ. Βαμβακάρης ο κυριότερος εκφραστής του. Και αν στα πρώτα του βήματα εκφράζει τον παραβατικό υπόκοσμο, τους χασικλήδες, τους φυλακισμένους, το λούμπεν προλεταριάτο, έρχεται ο Β. Τσιτσάνης να «γλυκάνει» τη μουσική και το στίχο διατηρώντας τη λεβεντιά και να το βάλει στο στόμα όλων των Ελλήνων. Είναι χάρη κυρίως στον Β. Τσιτσάνη που το περιθωριακό ρεμπέτικο μετουσιώνεται σε αστικό λαϊκό τραγούδι και προσεγγίζει με αμεσότητα τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Σ' αυτήν την πορεία του ο Β. Τσιτσάνης βρίσκει στο πρόσωπο του συμπατριώτη του, νεότερου στην ηλικία, Απ. Καλδάρα, τον καλύτερο σύμμαχο. Ο νεαρός Απόστολος από τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία δείχνει σαφή δείγματα ενός μεγάλου ολοκληρωμένου δημιουργού.
Γράφει υποδειγματικά κλασικά ρεμπέτικα στην πρώτη του μελωδική περίοδο (1947-1955). Καθώς επίσης λαϊκά αριστουργήματα στη συνέχεια για το χρονικό διάστημα 1955-1965, περίοδος που ίσως είναι και η παραγωγικότερη της δημιουργίας του. Το μεγάλο όμως καλλιτεχνικό βήμα που τον βάζει μπροστά από τους προγενέστερους ή σύγχρονούς του ομότεχνους πραγματοποιείται από το 1965 και μετά, όταν ο Καλδάρας, δεχόμενος τα μηνύματα της εποχής, μετουσιώνει τη λαϊκή φόρμα των τραγουδιών του και την κεντά σε έναν έντεχνο καμβά. Το «Ένα αστέρι πέφτει, πέφτει» του 1965 θεωρείται η αφετηρία σε αυτήν τη μεγάλη στροφή που πραγματοποίησε ο Απόστολος ανοίγοντας καινούριους δρόμους που κορυφώνονται το 1972 και το 1973 με την κυκλοφορία της «Μικράς Ασίας» και του «Βυζαντινού Εσπερινού», δίσκων που αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα ολοκληρωμένης έντεχνης δουλειάς. Εδώ βρίσκεται και η ιδιοφυΐα του δημιουργού.
Αυτό είναι, λοιπόν, το συγκριτικό πλεονέκτημα του Απ. Καλδάρα. Δίνει το δυναμικό «παρών» σε όλες τις φάσεις του λαϊκού μας τραγουδιού, με ορισμένα από τα ομορφότερα και χαρακτηριστικότερα τραγούδια της κάθε περιόδου, επιδεικνύοντας μια ιδιοφυή προσαρμοστικότητα στις ραγδαίες κοινωνικές πολιτιστικές αλλαγές που συντελούνται στον τόπο μας. Ανάλογο προηγούμενο δεν υπάρχει και αυτό το γεγονός τον καθιστά μοναδικό.

Μουσικά ακούσματα στα παιδικά του χρόνια
Ο Απόστολος Καλδάρας γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 7 Απριλίου του 1922 από Μετσοβίτες γονείς. Ας αφήσουμε όμως τον ίδιο να μιλήσει για τα παιδικά του χρόνια, όπως τα ανέφερε στον Τάσο Σχορέλη, τον άνθρωπο που με το μεράκι και την αγάπη του για το λαϊκό τραγούδι κατάφερε να μας αφήσει σημαντικές μαρτυρίες από τους πρωτεργάτες του στο έργο του «Ρεμπέτικη Ανθολογία»: «Η συνοικία που πρωτοείδα το φως του ήλιου είναι τα Αραπάτικα που είχαν κοινά σύνορα με τον τότε νεότευκτο οικισμό των προσφύγων που είχαν έρθει από τη Μ. Ασία, τα "Προσφυγικά" όπως τα λέγανε. Τους θεωρούσαν τότε (τους πρόσφυγες) σαν παρείσακτους που η εγκατάσταση τους εκεί δε σήμαινε τίποτα άλλο παρά ζημιά γιο τους γηγενείς. Θυμάμαι που πολλές μανάδες δεν άφηναν τα παιδιά τους να παίζουν με τα "προσφυγάκια" επειδή τα δυστυχισμένα εκείνα πλάσματα ήταν φτωχοντυμένα και τα περισσότερα τότε σχεδόν ξυπόλυτα και γενικά είχανε πάνω τους τα σημάδια της τραγικής τους μοίρας». Και συνεχίζει ο Απόστολος με πολλή τρυφερότητα: «Εγώ όμως τα αγαπούσα, για εμένα ήταν οι φίλοι μου... Ήτανε τα γειτονάκια μου που φτιάχναμε τόπι από κουρέλια για να παίζουμε στις αλάνες της γειτονιάς». Στη συνέχεια αναφέρεται στα παιδικά του ακούσματα:
«Σε ένα καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Μπάτη, τη βραχνή φωνή του Μάρκου, που αργότερα ρουφούσαν τ' αυτιά μου μία-μία τις απλές εκείνες νότες που βγαίνανε από το χωνί του μισοχαλασμένου φωνόγραφου και που έγινε αιτία πολλές φορές να με τιμωρήσει η μητέρα μου γιατί άργησα να πάω ή μάλλον να γυρίσω σπίτι μου, απορροφημένος τελείως από τη μουσική εκείνη... Σε ένα τρίτο καφενεδάκι πρωτάκουσα τον Τσιτσάνη, τον Στράτο, τον Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα, τον Χατζηχρήστο, τον Κερομύτη και τόσους άλλους που η φαντασία μου τους εξίσωνε με θεούς».
Έτσι από μικρή ηλικία μαθητεύει κοντά στον ψάλτη της ενορίας, ο οποίος διακρίνοντας το μουσικό του «αυτί» τον κάνει Ισοκράτη. Το βυζαντινό μέλος είναι και το στοιχείο που θα επιδράσει περισσότερο και θα χαρακτηρίσει το δημιουργό Καλδάρα στο μέλλον:
«...Με τον καιρό εγώ έμαθα να διακρίνω τους ήχους της βυζαντινής μουσικής και πολλά άλλα ιδιόμελά της... Αργότερα, όταν μεγάλωσα, μπήκα και στη χορωδία την εκκλησιαστική, που πλαισίωνε τον ψάλτη συνοδεύοντάς τον με τετραφωνία πια. Εν τω μεταξύ είχα παρακολουθήσει και πολλά μαθήματα βυζαντινής μουσικής από τον αριστερό ψάλτη της εκκλησίας μας, αλλά τα εγκατέλειψα όταν άρχισα να γράφω τραγουδάκια ερωτικά με την κιθάρα μου. Νίκησε η φύση όπως βλέπεις».
Αυτές είναι οι μουσικές καταβολές του Απ. Καλδάρα. Ας προστεθούν σ' αυτές και η επίδραση που άσκησε η δημοτική μουσική, λόγω της Μετσοβίτισσας μητέρας του που τραγουδούσε με έναν εξαίσιο τρόπο ηπειρώτικα τραγούδια.
Η βυζαντινή μουσική, τα τραγούδια των Μικρασιατών, ο Μάρκος και ο Μπάτης, η ηπειρώτικη παράδοση αποτελούν ένα ευλογημένο μίγμα που θα πυροδοτήσει το πηγαίο ανεξάντλητο ταλέντο που θα δώσει για 45 χρόνια ορισμένα από τα ομορφότερα λαϊκά τραγούδια.
Το μόνο που λείπει μέχρι τότε είναι το μέσο να εκφραστεί η τέχνη του Απόστολου. Στην αρχή είναι η κιθάρα, δώρο ενός πρωτοξάδελφου. Το όργανο όμως που πραγματικά τον μάγεψε και τον κέρδισε ήταν το μπουζούκι: «Ήταν το καλοκαίρι του 1936 και έκανα βόλτα με τους φίλους μου, όταν βλέπω στην οδό Ασκληπιού έναν άνδρα να ακουμπάει το ένα του πόδι στη ρόδα του καροτσιού που πουλούσε παγωτά και στο γόνατο του επάνω να στηρίζει ένα όργανο άγνωστο τότε στον πολύ κόσμο, το μπουζούκι». (Από ραδιοφωνική συνέντευξη του Απ. Καλδάρα στη Μ. Κλιάφα το 1989).
Ο άνδρας με το μπουζούκι που αναφέρει ο Απόστολος δεν είναι άλλος από τον Μήτσο Παπασίκα, μαζί με τον οποίο αργότερα, στη διάρκεια της κατοχής, έπαιξαν μπουζούκι σε διάφορα κέντρα και καφενεία των Τρικάλων.
Τελειώνει το Γυμνάσιο Τρικάλων το Νοέμβριο του 1941. Ως «άπορος με καλή επίδοση και συμπεριφορά» είχε τελειώσει το ίδιο αυτό Γυμνάσιο ο Βασίλης Τσιτσάνης λίγα χρόνια νωρίτερα. Οι δυο άποροι μαθητές του Γυμνασίου Τρικάλων έμελλε να σηκώσουν το λαϊκό τραγούδι στους ώμους τους, να εκφράσουν με την τέχνη τους την ψυχή ενός ολόκληρου λαού. Είχαν προηγηθεί ένας Συριανός και ορισμένοι ακόμα ταπεινοί ομότεχνοί τους που δημιούργησαν τις βάσεις του λαϊκού μουσικού μας πολιτισμού και έστρωσαν το δρόμο στους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, που δίκαια τους αναγνώρισαν και τους αποκάλεσαν δασκάλους τους.
Είπαν για τον Απόστολο Καλδάρα
Μίκης Θεοδωράκης:
«Με το θάνατο του Απόστολου Καλδάρα χάνεται ένας από τους τελευταίους μεγάλους του λαϊκού μας τραγουδιού. Η μουσική του γαλούχησε γενιές Νεοελλήνων και βοήθησε στην αναγέννηση του ελληνικού τραγουδιού».
Γιάννης Μαρκόπουλος:
«Μεγάλη απώλεια. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν από τα πιο μεγάλα μουσικά αναστήματα της λαϊκής μας μουσικής. Τα τραγούδια του θα μείνουν αθάνατα, γιατί μέσα τους είχαν πολλές φορές το πιο μεγάλο επίπεδο, που σκόπευε η νεοελληνική τέχνη για να μπει μέσα στο πάνθεον του μεγάλου πολιτισμού της Ανατολής».
Κώστας Βίρβος:
«...Έχω να πω ότι χάθηκε ίσως ο μεγαλύτερος λαϊκός μας συνθέτης. Δεν είχε ολοκληρώσει ακόμα το έργο του. Είχε πολλά να δώσει. Ο πρόωρος θάνατός του μας στέρησε από τη δημιουργική του προσφορά.
Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι
το σκοτάδι είναι βαθύ
γιατί ένα παλικάρι
πήγε για να κοιμηθεί.
Με συγχωρείς, Απόστολε, για την παράφραση του μεγαλειώδους στίχου σου, αλλά δεν μπορούσα με άλλα λόγια να πω ότι δεν είσαι πια κοντά μας. Δε μας έφυγες, απλά πήγες να κοιμηθείς. Κουράστηκες ίσως γιατί δινόσουν ολόκληρος στις δημιουργικές σου στιγμές. Βέβαια εμείς χάσαμε εσένα, μα ο Ελληνισμός κέρδισε έναν ανεπανάληπτο λαϊκό συνθέτη κι έναν ασύγκριτο ποιητή που πρέπει να διδάσκεται στα σχολεία. Μόνο το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι" και το "Σ' ένα βράχο φαγωμένο" φτάνουν να σε καθιερώσουν ως το μεγαλύτερο ίσως συνθέτη και σε ένα από τους πιο μεγάλους ποιητές μας.
(.) Θεωρώ τον εαυτό μου προνομιούχο γιατί έγραψα μαζί σου πάνω από 150 τραγούδια και γιατί από τη συνεργασία σου έμαθα πάρα πολλά. Οι στιχουργοί έχουν να το λένε ότι τους έβγαζες τον καλύτερο τους εαυτό.
Μα πώς αλλιώς θα γίνονταν τα τραγούδια τέλεια; Ήσουν ο συνθέτης κι ο στιχουργός που τα ήξερε όλα. Πάντα είχες μια σφαιρική αντίληψη του τι συμβαίνει γύρω μας. Το είδος του τραγουδιού, είτε μάγκικο λεγότανε, είτε ρεμπέτικο, είτε λαϊκό το κατείχες, ήταν κτήμα σου. Ήξερες το βυζαντινό μέλος απέξω και ανακατωτά, γεννημένος δίπλα στον προσφυγικό συνοικισμό, αγάπησες αυτούς τους πονεμένους ανθρώπους και έμαθες τα τραγούδια τους.
Ποιος απλός 'Έλληνας συνθέτης θα μπορούσε να γράψει τόσο αριστουργηματικά τη "Μικρά Ασία" σε στίχους του Πυθαγόρα; Ποιος άλλος Έλληνας συνθέτης θα είχε για κάθε τραγούδι και άλλον δρόμο (τρόπο) στο "Βυζαντινό Εσπερινό" σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου;».
Γιώργος Νταλάρας:


«Έφυγε πρόωρα, ξαφνικά και άδικα, παίρνοντας μαζί του τα μεγάλα μυστικά της λαϊκής μουσικής. Ο Απόστολος Καλδάρας ήταν ένας πολύ μεγάλος, ένας μοναδικός συνθέτης, που κατάφερε να εκφράσει το λαϊκό συναίσθημα και τον καημό των ανθρώπων, πέρα και πάνω από κάθε γραφικότητα. Οι γνώσεις του για τη λαϊκή μουσική ήταν έξω από κάθε σύγκριση και μέτρο, γι' αυτό το κενό που αφήνει είναι τεράστιο. Η πλουσιότερη και ουσιαστικότερη περίοδος του λαϊκού τραγουδιού χάνει έναν από τους τελευταίους θεματοφύλακές της. Το τραγούδια του θα μας θυμίζουν την απουσία του. Χάνω ένα μεγάλο φίλο, ένα δάσκαλο, έναν πατέρα, που με προίκισε με ανεκτίμητα δώρα, τα τραγούδια του. θα τον τιμώ και ευγνωμονώ για πάντα».
Λευτέρης Παπαδόπουλος:
«Ο τελευταίος από τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού. Μαζί με Βαμβακάρη και Τσιτσάνη στάθηκαν οι τρεις κορυφές του τριγώνου του λαϊκού τραγουδιού με την υπογράμμιση όμως ότι ο Καλδάρας εξακολουθούσε να γράφει έως τις τελευταίες ώρες της ζωής του. Για μένα έχει γράψει ένα από τα 2-3 σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια, το "Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι", που και μόνο γι' αυτό θα μπορούσε να περάσει στην ιστορία».
Ανιχνευτής: Επικούρειος Πέπος.