Life for Life
"Το θαύμα δεν είναι πουθενά
παρά κυκλοφορεί μέσα
στις φλέβες του ανθρώπου!!!"


"Στης σκέψης τα γυρίσματα μ’ έκανε να σταθώ
ιδέα περιπλάνησης σε όμορφο βουνό.
Έτσι μια μέρα το ’φερε κι εμέ να γυροφέρει
τ’ άτι το γοργοκίνητο στου Γοργογυριού τα μέρη !!!"


ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΜΑΣ
Εμείς στο χωριό μας έχουμε ακόμα αυλές. Εκεί μαζευόμαστε, αμπελοφιλοσοφούμε,
καλαμπουρίζουμε, ψιλοτσακωνόμαστε μέχρι τις... πρώτες πρωινές ώρες! Κοπιάστε ν' αράξουμε!!!
-Aναζητείστε το"Ποίημα για το Γοργογύρι " στο τέλος της σελίδας.

9.5.11

Ποίηση ενός Γοργογυραίου, του Ηλία Στεργιόπουλου.

Ηλίας Στεργιόπουλος, συγγραφέας, ποιητής, άνθρωπος. Φίλες και φίλοι πιο παλιά όταν σας παρουσιάσαμε το καταπληκτικό βιβλίο του Ηλία Στεργιόπουλου “Πετρώνουν τα δάκρυά μας;” σας είχαμε υποσχεθεί πως προσεχώς θα σας παρουσιάσουμε και ποιήματά του. Σας παρουσιάζουμε σήμερα μερικά και ελπίζουμε να ταξιδέψετε και εσείς σε όμορφες, πονετικές εικόνες όπως τις έπλασε ο ποιητής.
Ηλία σ’ ευχαριστούμε!
Θάλασσα

Αχ, βρε θάλασσα πλατιά!
Μιλάς πολύ σιγά, αχνά, κρυφά
εγώ να σ’ αγναντεύω, σ’ ακρομένουμαι βουβά
απ’ τη μεριά του κάμπου να νιώθω τη μαγεία.
Μίλα μου λίγο δυνατά,
μίλα μου πιο πονετικά, κρίνε μου.
Δεν ξέρω την καρδιά σου.
κι έχεις πολλές, μου λένε.
Εσύ, την ξέρεις τη δικιά μου;

Δώσ’ μου σταλιές απ’ το αλμυρό σου δάκρυ,
στεγνώσανε τα μάτια μου,
και κλαίει μόνο η καρδιά μου.
Δώσε μου ακόμα μια καρδιά με την απλοχεριά σου
κι ας κλαίει δίχως δάκρυ.

Στην αγκαλιά σου ακόμα δε θα καταφύγω,
δε θα εισδύσω στα άδυτά σου,
δεν είμαι ένα απ’ τα παιδιά σου.
Πρέπει ακόμα εδώ να ζήσω
εδώ που’ ναι η μεριά του κάμπου
που έχει πάντα φως-
δεν μου ταιριάζει όμως το γλυκό του δάκρυ.

Αχ, βρε θάλασσα πλατιά!
Μην με πλανέψεις.
Αν με λυπάσαι, δώσ’ μου μια καρδιά,
να’ χω το αλμυρό σου δάκρυ έστω-
χάρη θα στο χρωστώ.
Κι ίσως κάποτε να’ ρθω να σε βρω,
για να ξοφλήσω τη χάρη.

Έχει ο κόσμος και καλούς! Αυτούς δεν τους φοβάμαι! 
αυτοί δεν ξέρουν να μισούν, αγαπούν μόνο- 
ακόμα και στα άδυτά σου. 
Αν μου δώσεις την καρδιά τους,
Θα επιστρέψουν στη ζωή και πάλι θα πονούν
μαζί με τους δικούς μου πόνους.

Αυτό δε θέλω να συμβεί, 
μα οι κακοί πληθαίνουν
και θα σου πουν, «πάρε την καρδιά μου»,
ώστε να βγουν απ’ τ’ άδυτά σου. Πονώ, 
αλλά αρνούμαι το κακό που θα’ χουν 
να μου δώσουν. Μπορεί να σε πλανέψουν. 

Αχ, βρε θάλασσα! Οι κακοί μυριάδες
θα βγουν από τα άδυτά σου να κλέψουν 
το φιλότιμο και τη συμπόνια, ακόμα και 
να σε πλανέψουν με τη μάσκα τους.
Ποιος θέλει όμως το μίσος τους να σπείρουν;

Αχ, βρε θάλασσα πλατιά!
Παζάρια μην μου κάνεις.
Αν γίνω κτήμα σου,
πολλά μυστικά θα σου προσφέρω,
τρέμω και τη δική σου απλοχεριά.
Με πρόδωσαν στη ζωή κάποιοι καλοθελητές
πολλούς από δαύτους έχεις στα σπλάχνα σου.
Μην ξεστομίσεις μυστικά καλοκρυμμένα
άλλα πικρά, άλλα βαριά.
Μπορεί κι αθώους να σκοτώσουν.

Αχ, βρε θάλασσα πλατιά!
Συναλλαγή δεν κάνω,
θα προσανατολιστώ προς τη μεριά του κάμπου,
δεν θα εισδύσω στ’ άδυτά σου
κι ας κλαίει μόνη η καρδιά μου.
Με το δισάκι μου αγκαλιά, 
γεμάτο πόνους, μυστικά
κάποτε θα γείρω να ξαπλώσω 
στη βαθιά κοίτη του κάμπου,
εκεί πέρα να ξενοιάσω.
Ο τοίχος 

Μόνος ήθελα να περνώ πότε μέρα πότε
νύχτα έξω απ’ το καμένο σπίτι,
να κοιτώ με το μυαλό,
να στοχαστώ, να μη μιλώ,
ν’ αναπολώ.
Τι έγινε κάποτε εδώ;

Να ένας τοίχος πέτρινος που έμεινε ορθός
κι εγώ τον κοιτώ και μένω σιωπηλός˙
κι αυτός, πότε αγριωπός, πότε πονεμένος,
να φύγει ήθελε από κει. 
Κι από τα σωθικά του έβγαινε καημός.

Κάποιες φορές επήγαινα κοντά του,
χάιδευα με το χέρι μου το κρύο, πέτρινο κορμί του.
- Πάρε με, μου λέει.

- Πώς να σε σηκώσω; 
Δεν βλέπεις την καμπουριασμένη μου ψυχή;
Μόνο μ’ αυτή μπορούσα να σε κουβαλήσω μαζί μου.

Τότε μου έβαλε στη μία χούφτα μου
ένα κομμάτι πέτρας από το κορμί του.
Μου το’ κλεισε. Μου το’ σφιξε.
- Πονάω, είπα.

- Θέλω να πονέσεις, 
γιατί κι εσύ με πόνεσες,
ράγισες το πέτρινο κορμί μου
και για να μπορέσεις, φεύγοντας, να ρίξεις
την πέτρα πίσω σου.

- Γιατί πονάς και δεν μπορώ˙
έχω το δικό μου πόνο. Δεν έριξα
την πέτρα πίσω μου ποτέ να μη γυρίσω.
Την έχω, την κρατώ. Μαζί μου
θα την διατηρώ φυλαχτό μου ακριβό.

Δε μου φταίει ο τόπος, το χωριό,
αυτό το πονεμένο κι άτυχο Γοργογύρι.
Βρέθηκε στο μάτι του πιο άγριου κυκλώνα.




Του χρόνου δε θα’ μαστε μαζί



Κράτα πριν το ταξίδι μου το μακρινό,
πάρε δυο λόγια απ’ το τραγούδι μου,
βάλε δυο λόγια κι απ’ το δικό σου τραγούδι.

Πάρε απ’ το λαιμό μου τη φλέβα
που πάλλεται για σένα.
Θα’ χεις ζεστασιά απ’ τους σφυγμούς μου.

Κράτα το άλλοτε ερωτικό βλέμμα μου,
για ν’ ανταμώσει με τα μάτια σου.
Θα χαίρομαι να μου μιλάς
κι εγώ να σ’ ακούω συνεχώς…

Μου έλεγες και μου έγραφες όμορφα λόγια,
ερωτικά τα τελευταία χρόνια μας.
Είχες αγκαλιά τη στοργή, αγκάλιαζες
όμως κι εμένα. Στο προσκεφάλι μου’ βρεχες 
συχνά το χέρι. Εσύ κοιμόσουν
κι έτρεχε ζωντανό το δάκρυ σου,
πικρό και ζεστό- μακριά μου ο εφιάλτης πια.

Μου φώναζες στον ύπνο σου: «γιατί», «γιατί».
Άλλες φορές: «μη» και «μαζί, μαζί».
Τίποτα δε θυμόσουν το πρωί.
Το ξημέρωμα δε σ’ έσκιαζε, οι νύχτες μόνο
σε βασάνιζαν. Το βλέμμα σου στις γρίλιες.

Όταν θάμπιζε το φως, μ’ ένα χαμόγελο 
καλωσόριζες την καινούρια μέρα.

Μου’ δινες δύναμη να κρατηθώ.

«Μπορώ ν’ αναστηθώ. Δε λιποψυχώ.
Ήσουν δίπλα μου˙ αυτό το έχω φυλαχτό,
δεν το ξεχνώ. Τώρα όμως, καλέ μου, 
χρυσαυγέ μου, νιώθω ότι κρυώνω κι ας είναι
Αλωνάρης μήνας. Αποφεύγω όμως να το παραδεχτώ.

Αλλά εσύ το βλέπεις και σήμερα, 
του Προφήτη Ηλία. Έλα, έλα να σε φιλήσω! 
Χρόνια πολλά για 
τη γιορτή σου. Του χρόνου
δε θα’ μαι πια μαζί σου.
Να συνεχίσεις τη ζωή».

"Μαζί θα είμαστε. Μαζί.
Το στόμα μου ακουμπώ στο λαιμό σου,
η φλέβα σου πάλλεται στα χείλη μου.
Σου εκφράζω δύο λόγια απ’ το τραγούδι μου.

Στύλωσα πάνω στο βλέμμα σου το δικό μου 
επίμονα κι όταν θα πλημμυρίζει φως, θα 
ενώνεται με το δικό σου φως που
μου προσφέρει τη ζωή. Φως από τη μέρα σου,
μ’ όλους τους ήλιους αγκαλιά.

Θυμάσαι; Τους έδινες απλόχερα σε μένα,
ώσπου σιγά σιγά έχανες το φως, τη ζεστασιά
μες στην καυτή τη μέρα.
Μάθανε τα μάτια σου να με κοιτούν, να μου 
μιλούν, να αγαπούν, να μην ξεχνούν.
Σ’ αυτό το ταξίδι μαζί θα
νοσταλγούμε με το βλέμμα σου.

Θυμήσου πως ακούσαμε την πρώτη ερωτική
φωνή σου. Ερωτευτήκαμε, οργώσαμε
τη γη, στήσαμε το πρώτο σπιτικό μας μαζί.
Μαζί αφουγκραζόμασταν το πρώτο μας παιδί,
της κόρης τους παλμούς. Υποδεχτήκαμε και 
το πικρό φεγγάρι. Μαζί τρομοκρατήσαμε την
παγανιά του Χάροντα κι έχασε το δρεπάνι.

Στον ύπνο μου θα καρτερώ.
Μαζί θα κάνουμ’ όνειρα, ώστε να κρατηθώ.
Μαζί θα λέμε «νύχτωσε κι αύριο θα χιονίσει».

Μαζί το βλέμμα μας στον ουρανό με
στόμα ανοιχτό, γεμάτο απ’ τις νιφάδες του
χιονιά. Μαζί θα αφηγούμαστε τα βραδινά μας
όνειρα. Μαζί στο ταβερνιό- 
απέναντί μου εσύ.

Μαζί στο μαξιλάρι σου, το χέρι μου εκεί.
Θα προχωρήσω στη ζωή.
Μαζί σ’ ανάσες δύσκολες, στους εφιάλτες
της μέρας και της νύχτας.

Αλλά όταν θα’ ρθω να σε βρω, εκεί
δε θα’ μαστε μαζί.

Μάλωσα μ’ Εκείνον.
Δε θέλω τη συγχώρεση. Σε πόνεσε εδώ.
Μαζί…Μαζί…Μαζί…"




Με κύματα τα βράχια



Οι ουρανοί πλαντάξανε. Σύραν μαζί τ’ αστέρια.
Μια καγκελόπορτα γυρίζει σα βεντάλια.
Ξεκούρδιστα γραμμόφωνα θρηνούν
της Κυριακής τη συννεφιά και οι φραγκοσυκιές
με τους χαλύβδινους καρπούς 
κάνουνε θρύψαλα τα βράχια.

Τι έγινε; Γιατί;
Αλλάξανε οι σχηματισμοί;
Τα μνήματα βουλιάξανε στο χώμα και οι
χαράδρες φτάσανε στης θάλασσας τον Άδη.
Δίχως νερό τσαλαβουτούν τα ψάρια 
κι άλλα υδρόβια. Αέρηδες, ατμός 
εξαϋλώνονται πολλά, ίσια 
στο στερέωμα, πάνε να βρουν τ’ αστέρια.

Πού είναι οι άνθρωποι; Πού λουφάζουν;

Πουλιά πετούν χωρίς φτερά, ίσκιος κύκλωσε
το τόξο του ήλιου, πυκνός καπνός, πνιγηρός. 
Χωρίς φεγγάρια οι νυχτιές 
μήτε κι αστέρια οι ουρανοί. Η πούλια 
κι ο αυγερινός πλαντάξανε 
στο κλάμα. Ποτάμια δάκρυα χύνουνε 
να σβήσουνε τη λάβα. Ο Ήφαιστος λωλάθηκε, 
τη σφύρα του μασάει. Την τρίαινά του
κάρφωσε στην καρδιά ο Ποσειδώνας και το
συμβούλιο που κάλεσε δεν είχε απαρτία.

Μόλις ο γκιώνης μίλησε, κανείς δεν τον ακούει.
Δεν έχει κάπου να σταθεί, τα άκρα του 
λειωμένα, τον ψάχνει η γριά μοίρα του 
που ήξερε τους λόγους.
Τα λέγανε, «πού και πώς», όμως 
οι άνθρωποι κουκιά αλλού εσπέρνανε, ήταν
αργά, για να προλάβουνε τέτοια συμβάντα.

Τα δάση φλέγονται, μεμιάς αντάρα στάχτη
γίνονται, κατρακυλούν στ’ άδεια ποτάμια.

Μαγκανοπήγαδα ψάχνουν νερό και
φέρνουνε τα ερυθρά μαντάτα.

Πονά! Πονά! Η παντογέννα όμως σφίγγει
τη μήτρα της να μη χαθεί το τελευταίο
κύτταρο και νεκρωθεί για πάντα. 

Οι πάγοι με περιτύλιγμα ατσαλιού, βουνά
ισοπεδώνουνε στο διάβα τους, εκτάσεις. Στα έγκατα
της γης πιστοί φρουροί θα μείνουν. Μες στον 
πυρήνα τους πήραν σημάδια ζωής.

Θα περιμένουν την εντολή του Σύμπαντος να 
ξαναφυτρώσουν φοίνικες, αμυγδαλιές και κρίνα.

Δεν ήρθε το ξημέρωμα, 
δεν έρχεται η νύχτα.
Τα μεταλλικά πουλιά ανήμπορα καταγής, 
ακίνητα από την έλλειψη αέρα. 
Αλλού ακούγονται βροντές, αλλού 
φωνές ανήκουστες. Ξεκούμπωτοι γυρνούν 
και οι συρμοί των τρένων, στεφάνια
από τις ράγες τους σε διαδρομή ακαθόριστη.

Οι αφεντάδες κρύφτηκαν κάτω απ’ 
τ’ αρχοντικά της γης εσαεί πια. 
Ο χειμώνας κύλησε στο άγνωστο μαζί με 
τα ποτάμια. Εξαϋλώνονται νερά, 
πτηνά και άνθρωποι αντάμα.

Οι βάρκες φέρετρα φτηνά, πλημμυρίζουν από
καυτά κοράλλια κι ο βαρκάρης 
άφαντος μαζί με τα κουπιά του. Οι άγκυρες
καραβοκύρηδες πετούν ψηλά, 
σέρνουν και τ’ άρμενα μαζί τους. 
Ένα καράβι μπάρκαρε
να πάρει επιβάτες. Όμως τα διαβατήρια 
χάσανε, δεν ξέρουν τ’ όνομά τους. 
Πολλοί ανεπιθύμητοι, άλλοι δε δέχονται 
να πλεύσουν σε θάλασσα χωρίς
νερό, με κύματα τα βράχια- μάταια τάζουν 
παράδες, οικόπεδα, ακόμα και πετρέλαια.

Το νου τους χάσαν οι φτωχοί,
Σταυροκοπιούνται μες στην πηχτή αντάρα, δεν
ξέρουν πού έκαναν κακό. Εκεί, στο πλάνταγμα του
ουρανού όλοι στοιβάζονται να μπουν. 
Πιο κάτω υπάρχει γάργαρο νερό
να ξεδιψούν, να πλύνουν τις πληγές τους.

Έτσι τους λέγανε εδώ της γης οι λαοπλάνοι.
Όμως σαν φτάσουνε στο πλάνταγμα του
ουρανού, δε θα’ χει κανείς τη χάρη. Θα’ ναι
δεκτοί κι οι αμαρτωλοί. 

Θα βγουν από το άνοιγμα 
του αιθέρα, θα’ χουν ταχύτητα φωτός.
Μισοκαμμένοι και νεκροί θα σεργιανούν στο άπειρο.




Το νυχτοπούλι



Θαμπό το ραγισμένο τζάμι.
Θαμπό το φως στη μουχλιασμένη κάμαρα. Το νυχτοπούλι
ψάχνει στα έσω του τζαμιού να διακρίνει
τη μοναχοκόρη που θρηνεί την ώρα που γεννήθηκε 
και εύχεται η άλλη ώρα να μην αργήσει να’ ρθει. 

Μισοστριφογυρνά στο στουπιασμένο στρώμα,
τραγότσιλο το σκέπασμα, δεν την ενοχλεί στα πόδια. 
Πόσο θα ήθελε σαν τότε να νιώθει τ’ αγκυλώματα!

Αχ, και πόσο θα’ θελε να γυρίσει εκείνη η ώρα, που η μάνα της 
της σκέπαζε τα γόνατα στο μαλακό της μισοφόρι,
νανούριζε την κόρη και περνούσε η ατέλειωτη, παγωμένη νύχτα.
Η μάνα της πήρε το μισοφόρι κι έφυγε.
Έμεινε η κόρη μοναχή στη μουχλιασμένη κάμαρα, 
να προσπαθεί κι απόψε να βγει απ’ το κορμί της.
Θέλει να τρέξει, ν’ ανεβεί στην κερασιά μαζί με τον καλό της 
κι ανάμεσα στις φυλλωσιές να πίνουν το χυμό τους.

Και προσπαθεί και προσπαθεί. Ασάλευτη. 
Το νυχτοπούλι χώνει το ράμφος του στο ραγισμένο τζάμι . 
Ανησυχεί. Γιατί η κόρη απόψε αργεί να φορέσει τα καλά της;

H κερασιά αφύλλωτη την κόρη αφουγκράζεται να’ ρθει. 
θ’ ανοίξει τα φύλλα της καρδιάς της να σκεπάσει την κόρη με τον αγαπημένο της.
Το νυχτοπούλι ακίνητο. Κοιτά την κόρη που προσπαθεί να σηκωθεί, 
να βγει απ’ το ραγισμένο τζάμι.
Με τα φτερά του ανοιχτά μαζί της θα πετάξει.

Ξάφνου στην κάμαρα το σφύριγμα του τρένου δυνατό! 
Σπάει και το ραγισμένο τζάμι! Το νυχτοπούλι από ένστικτο 
πετά και κάθεται στον ώμο της αλαφιασμένης κόρης.

Το τρένο σέρνονταν στις ράγες. Πήρε τη μάνα της και 
τον Κοσμά μαζί του. Τα πόδια της άφαντα κι έμεινε με το μισό 
κορμί της, ανάπηρη! Η Δάφνη αγκαλιάζει, σφίγγει το νυχτοπούλι 
και ξεψυχά κι αυτό μαζί της.




Σιμά μας...



Το φως σιμά μας πέρασε κι άφησε απλόχερα τη θέρμη του 
σε σένα. Σου κουβέντιασε, σ’ αγκάλιασε,
έθρεψε την ψυχή σου.
Όμως μην ξεχαστείς στα ταξίδια του νου, θα φύγει 
η ζεστασιά απ’ την καρδιά σου και το φως, αλάργα θα διαβεί 
να ζεστάνει άλλες καρδιές.

Ίσως χαθεί για πολλούς χρόνους. Ώσπου θα θυμηθεί που 
με το φως του ζέστανες μόνο το νου κι άφησες 
απ’ έξω στο αγιάζι την καρδιά σου...

Το ίδιο φως δεχτήκαμε μαζί και περπατήσαμε
σ’ ακρογιαλιές και στου βουνού τη χάρη. Ανέβηκες
στους πρόποδες του φεγγαριού και στου 
Θερμαϊκού τα κάλλη!

Τα φυσικά στολίδια σ’ αγκάλιαζαν, σε πίστεψαν από καρδιάς. 
Όμως μην ξεχαστείς στα ταξίδια του νου. Το φως αλάργα 
θα διαβεί, θα κάνει χρόνους να φανεί και συ στους πρόποδες 
του φεγγαριού δεν θα’ χεις κάπου να σταθείς. 
Θα χάσεις την καρδιά σου .

Το ίδιο φως δε ζέστανε θαρρώ
τα σωθικά μου, ίσως απάλυνε τον πονεμένο, 
τον ταραγμένο νου• είναι απέραντη η παγωνιά μου.

Μαζί με σένα και το φως φτάσαμε 
στους πρόποδες του φεγγαριού• μου 
ζεστάνατε το νου, την ψυχή
και τα σωθικά μου. Όμως η λάμψη του ήταν αχνή. 

Δε φταις εσύ, ούτε το φως. Άλλα μου έσκαψαν 
την καρδιά, από την κούνια μου κληρονομιά!
Το φως, προσπέρασε, με κοίταξε, μου χαμογέλασε
Πονετικά. Δεν είχε λόγια να μου πει, ξέρει ακόμα την πληγή.




Τραλαλούν τον «Άγιο το Χριστό»



Χωρίς φτερά θα σηκωθώ. Δώσε μου το χέρι σου να κρατηθώ, 
δε θέλω ν’ αποκάμω στο ίσιωμα του κάμπου. 
Πρέπει να σύρω το σταυρό εκεί που με προστάζουν.
Πες το κι συ, περαστικέ, στον «Άγιο σου» και στο «Χριστό» 
λίγη πνοή να δώσουν εδώ στους άσπιλους να κρατηθούν. 

Ούτε τον «Άγιο» τους μπορώ ούτε τον θέλω το «δικό τους το Χριστό».
Κι αυτοί δε θέλουν να με ξέρουν, ούτε ζητώ τη χάρη τους, γιατί θα μολυνθώ.
Θα προτιμήσω το σταυρό.
Οι δυνάστες της γης περνούν, βλέπουν και φεύγουν 
τις ικεσίες των βασανισμένων λαών τις βαφτίζουν υστερίες, 
αντικρίζουν τον πόνο και γελούν. Δεν κατανοούν πως δάκρια και πόνοι 
σμίξανε στο δύσβατο του δρόμου;

Αγκομαχώ, μα θα τον σύρω το σταυρό στο ύψωμα που οριοθετούν.
Μόνος μου θα καρφωθώ, μόνος μου θα πιω χολή, αντί νερό.
Μα ρωτήστε, σας παρακαλώ, ποιοι μας φόρτωσαν το σταυρό;

Πού είναι αυτοί; Πού κρύβονται; 
Κανείς τους δε θα σύρει έστω ένα σταυρό στο ίσιωμα του κάμπου.
Με τη χαρά φιλιώσανε και με τον «Άγιο τους» και το «Χριστό» τους 
προσπερνούν χωρίς ν’ αφουγκρασθούν,
χωρίς να δούνε το βλαστό που κρέμεται στο αποξηραμένο στήθος.

Στο άδικο μυριάδες οι σταυροί, ως και ανάποδα χωμένοι μες στο χώμα.
Καταβολάδες γίνανε, υπόγειες στοές πνιγμένες στο αίμα 
κατατρεγμένων άδικα, λεπρών στιγματισμένων, φθισικών.
Κλώνοι αμέτρητοι, μανάδες με αποξηραμένα στήθη.
Το έλεος εκλιπαρούν, χωρίς νερό πως θα το πιουν;

Δίνουν και παίρνουν οι αστραπές στον καθάριο ουρανό.
Κουλοί, τυφλοί σέρνουν σταυρούς,
βροχή από μέταλλο ποτίζει τα βουνά και τα λαγκάδια.
Λίγο πιο δω, λίγο πιο κει καρπίζουν λεμονιές, δροσίζουν τα 
λαρύγγια των ισχυρών που τραλαλούν τον «Άγιο το Χριστό»! 

Οι κλώνοι τους τρέφονται πνιγμένοι μες στο γάλα! 
Λέοντες με σάρκες πλαδαρές, πολλοί μαζί κι αντάμα 
ξαναδονούν τις σάρκες τους. Θεές πέφτουν χωρίς τα πανωφόρια τους 
και είναι τα στήθη τους στητά χωρίς 
οι κλώνοι τους να νιώσουν για μια φορά τη ρόγα . 

Οι ισχυροί γελούν, πατούν δικαίους και προσπερνούν,
λίγο πιο δω, λίγο πιο κει που’ ναι καθάριος ουρανός. 
Ξανά βροχή από μέταλλο τρυπά το απλωμένο χέρι του βλαστού 
και του σκελετωμένου γέροντα,
που ψάχνει την υπόγεια στοά του να κρυφτεί.

Μα ο σταυρός στην πόρτα δε χωρά!
Το αποξηραμένο στήθος έτσι γεννήθηκε,
έτσι θα χαθεί. Δεν είναι ράτσα αυτή,
δε θα μπορέσει ούτε ο βλαστός της τη ρόγα της να τη χαρεί. 
Το γάλα της στυφό και μολυσμένο!

Δε νοιάζονται, δε σκιάζονται. Επικαλούνται δήθεν 
τον «Άγιο το Χριστό». Το έργο τους θαρρούν πως έχει ανθρωπισμό. 
Ξανά παραπέρα τη γη θα ξαναματώσουν. Πασχίζουν 
το χώμα ο ήλιος να το δει, πριν ο σποριάς το οργώσει,
για να καρπίσουν οι σταυροί αγκαθερούς βλαστούς.
Αλλού ο ήλιος θα’ ναι καυτερός, αλλού η νύχτα μέρα, αλλού 
βροχές μεταλλικές με τον καθάριο ουρανό ν’ αστράφτει, να βροντά. 

Αλλού ανάκατες κραυγές τρυπούν τη γη, βαθιά τραβούν 
ευθείες κάθετες. Θέλουν στα σπλάχνα της να μπουν 
και οι μεταλλικές βροχές δεν πρέπει να στερέψουν 
δε θα μπορούν τη γη να την τρυπούν. Το χώμα θα πετρώσει. 
Αντιμιλούν, παραληρούν. 

Σαν τη Βαβυλωνία απέραντη ο πύργος τους 
θα καταρρεύσει. Άσπιλοι, γέροντες και φθισικοί θ’ αναστηθούν 
οι κλώνοι τους θ’ ανταμωθούν με τον αληθινό Θεό.

Ο ήλιος θα καρπίσει το χώμα κι ο ζευγάς το σπόρο του 
με τον Χριστό του οδηγό δικαίως θ’ απολαύει. 
Θα’ ρθει βροχή με γάργαρο νερό. Οι κλώνοι πάλι θα βλαστήσουν και 
το βυζί της μάνας τους δεν θα’ ναι πια στυφό.
Τότε εκείνοι πάλι θα σταυρώσουν το Χριστό;